«Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού», είχε γράψει ο Αυστριακός φιλόσοφος Λούτβιχ Βιτγκενστάιν. «Οσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις». Ισχύει και το αντίστροφο: για όσα έχω λέξεις, είναι αυτά που ξέρω.
Δύο λέξεις κυριαρχούν τούτες τις μέρες στο δημόσιο κουβεντολόι. Η «σταθερή κυβέρνηση» είναι στο στόμα όλων. Στα δε πολιτικο-δημοσιογραφικά σαλόνια, η «σταθερή κυβέρνηση» ακούγεται περισσότερο απ’ όσο ακούγεται η λέξη «ακρίβεια» στην κουζίνα των φτωχών νοικοκυριών. Γι’ αυτή ρωτούν οι δημοσιογράφοι, σε αυτό πασχίζουν να βρουν απαντήσεις οι πολιτικοί. Ουδείς ασχολείται, π.χ., με τις δραματικές προειδοποιήσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα ότι «η επόμενη κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει ένα μακροοικονομικό περιβάλλον δυσκολότερο από ό,τι η προηγούμενη» (ΣΚΑΪ, 10.4.2023). Ουδείς ανησυχεί για τις βαθιές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, πολιτικής και οικονομίας που επιβιώνουν, ίσως επειδή δεν τις συζητάμε όσο πρέπει. Η βία στα πανεπιστήμια –τώρα και στα σχολεία– ενδημεί, δείχνοντας τα όρια του δόγματος «αυστηροποίηση ποινών». Η συζήτηση των προβλημάτων δεν προσφέρει μόνο την καλύτερη δυνατή λύση, αλλά ταυτοχρόνως διδάσκει. Το πρόβλημα της βίας δεν λύνεται με ένα νόμο και μια πανεπιστημιακή αστυνομία. Διά του διαρκούς διαλόγου η βία –που, δυστυχώς, πολλοί νέοι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι μαγκιά– απαξιώνεται.
Αντ’ αυτού διαρκώς ακούμε τις ίδιες ερωτήσεις σχετικώς με το επόμενο κυβερνητικό σχήμα, για να πάρουμε τις γνωστές ξύλινες απαντήσεις. Το εντυπωσιακό, δε, είναι ότι στον θεμελιώδη νόμο της χώρας, που ορίζει τους κανόνες της πολιτικής, πουθενά δεν αναφέρεται η ανάγκη «σταθερής κυβέρνησης». Αυτό που επιτάσσει το Σύνταγμα είναι οι σταθερές κοινοβουλευτικές περίοδοι. Κι έτσι γεννιέται το παράλογο. Όλοι ψάχνουν τους συνδυασμούς για να επιτευχθεί η «σταθερή κυβέρνηση» και ουδείς ασχολείται πώς θα αντιμετωπιστεί το αντισυνταγματικό, αυτό που πλέον διά της πολυχρησίας έγινε οιονεί νόμιμο, δηλαδή να «είναι στη διακριτική ευχέρεια του πρωθυπουργού ο χρόνος διενέργειας των εκλογών».
Είναι δε τόσο μεγάλη η σύγχυση, που πολιτικοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι μπερδεύουν τη ρητή πρόβλεψη του Συντάγματος «οι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών» (άρθρο 53) και νομίζουν (και γράφουν) ότι αυτή η κοινοβουλευτική περίοδος είναι πλήρης. Μόνο που το Σύνταγμα δεν γράφει «περίπου τέσσερα συνεχή έτη», ούτε «τρία έτη και δέκα μήνες». Επομένως οι πλήρεις τετραετίες στη Μεταπολίτευση δεν είναι ούτε πέντε, ούτε έξι, ούτε δέκα. Είναι μόνο τρεις: κυβέρνηση Ν.Δ. 1977-1981, ΠΑΣΟΚ 1985-1989, ΠΑΣΟΚ 2000-2004. Το «περίπου» δεν υπάρχει στο Σύνταγμα, αλλιώς θα ήταν στη «διακριτική ευχέρεια του πρωθυπουργού» να κάνει εκλογές ανά τέσσερα χρόνια και δύο μήνες.
Το αίτημα της «σταθερής κυβέρνησης» υποκρύπτει μια βαθύτατη προσβολή στο Κοινοβούλιο. Τα μέλη του δεν θεωρούνται πολιτικά υποκείμενα που «έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση» (Σύνταγμα αρ. 60) αλλά στρατιωτάκια που απλώς ψηφίζουν. Δεν είναι αυτοί που ελέγχουν την κυβέρνηση, αλλά θεωρούμε ότι πρέπει να ελέγχονται από τον πρωθυπουργό, τον οποίο η Βουλή εκλέγει. Εσχάτως βεβαίως μάθαμε ότι δεν μπορούν να ελέγξουν ούτε την ΕΥΠ, αλλά αυτό είναι άλλου τύπου θεσμική απρέπεια και στρέβλωση. Δείχνει όμως το πολιτικό βάρος που έχει στην Ελληνική Δημοκρατία η Βουλή, ο μόνος θεσμός που οι πολίτες απευθείας εκλέγουν.
Επομένως, καλό είναι να μη μιλάμε για σταθερή κυβέρνηση, αλλά για σταθερό πρωθυπουργό. Έτσι κι αλλιώς, όλα τα κυβερνητικά σχήματα είναι ασταθή. Είναι στη «διακριτική ευχέρεια του πρωθυπουργού» να τους ανασχηματίζει τον αδόξαστο κάθε μήνα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 15.4.2023