Τα προβλήματα, άσχετα με τις επιθυμίες κάποιων, δεν εξαφανίζονται επειδή αρχίζουν οι κομματικές φιέστες. Ούτε καν από την τηλεόραση. Είναι εκεί απέναντι. Προκλητικά.
Έχει απόλυτο δίκιο ο καθηγητής κ. Χαρίδημος Τσούκας ο οποίος στο άρθρο του με τίτλο «Λεπτές Διακρίσεις» επισημαίνει μια πτυχή της πολιτικής ζωής που μας διέφυγε εντελώς από αυτή την εκλογική αντιπαράθεση: «Ένα από τα οφέλη της συζήτησης», γράφει ο κ. Τσούκας, «για τα μη κρατικά πανεπιστήμια είναι γλωσσικό: μεταξύ της χονδροειδούς διάκρισης “κρατικό” έναντι “ιδιωτικού” ανακαλύπτουμε πλέον τις αποχρώσεις. Υπάρχουν δημόσιοι θεσμοί που δεν είναι κρατικοί (π.χ. συνδικάτα, επαγγελματικές ενώσεις, θρησκευτικές οργανώσεις). Υπάρχουν θεσμοί που ενώ λειτουργούν (και) με εμπορικά κριτήρια, εν τούτοις δεν είναι ιδιωτικοί (π.χ. κοπερατίβες).»
Τελικά και σ’ αυτές τις εκλογές μπαίνουν ζητήματα. Συζητιόνται θέματα. Κατεβαίνουν ιδέες, οι οποίες κάποτε εθεωρούντο αιρετικές. Προτείνονται μέτρα για τα μεγάλα προβλήματα που έχει η χώρα. Κοινωνική ασφάλιση, ανεργία, παιδεία, αγροτικός τομέας, υποδομές κ.λ.π. Είναι η πρώτη φορά σε εκλογές που τίθεται τόσο επιτακτικά το ερώτημα: «πόσα;». Η συζήτηση δεν περιορίζεται σε συνθήματα ψηφίστε μας και θα σας φέρουμε τον ουρανό με τα’ άστρα, αλλά ερωτούνται οι πολιτικοί πόσο θα κοστίσει ο ουρανός και πόσο τ’ άστρα. Είναι δε, πολύ πιθανό, κάποια στιγμή, να τεθεί και το ερώτημα «ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό;».
Διαψεύσθηκαν λοιπόν για μια ακόμη φορά οι Κασσάνδρες του έθνους, εκείνοι που από τα’ αριστερά προέβλεπαν τα μύρια αμερικανικά δεινά σ’ αυτή την αναμέτρηση. Προέβλεπαν εκλογές με τσιρλίντερ, τρίχρωμα καπελάκια, τηλεόραση και καναπέ, χάμπουργκερ και κόκα-κόλα. «Το μόνο που θα λείπει απ’ αυτές τις εκλογές», προέβλεπαν, «θα είναι η ουσιαστική συζήτηση». Συμπληρώνοντας, όπως συνηθίζουν: «για τα προβλήματα του λαού».
Μόνο που τα προβλήματα, άσχετα με τις επιθυμίες κάποιων, δεν εξαφανίζονται επειδή αρχίζουν οι κομματικές φιέστες. Ούτε καν από την τηλεόραση. Είναι εκεί απέναντι. Προκλητικά. Βγάζουν τη γλώσσα σε όσους θέλουν να τα κρύψουν, αλλά και σε όσους προβλέπουν ότι θα κρυφτούν. Ορίζουν στο τέλος την ατζέντα της συζήτησης, άσχετα με τις επιθυμίες των συνωμοτούντων και των συνωμοσιολόγων.
Τελικά -και παρά τις προβλέψεις εκείνων που στο παρελθόν προέβλεπαν ότι θα μας πέσουν τα Βαλκάνια στο κεφάλι- η συζήτηση γίνεται. Μόνο που για τα πολιτικά υπάρχει πάντα μια συζήτηση δύο ταχυτήτων. Η μία είναι του καφενείου και των τηλεοπτικών παραθύρων. Εκεί ανταλλάσσονται συνθήματα και ατάκες. «Ο δικός μας θα νικήσει!». «Και γιατί να κερδίσει το κόμμα σας κι όχι το δικό μας;». «Αμ, ποιος να νικήσει;» «Ο δικός μας να νικήσει».
Ο διάλογος της τηλεόρασης -όπως και των καφενείων- δεν μπορεί να μπει στο βάθος της πολιτικής. Το μόνο που μπορούν είναι να δείξουν την πολιτική σκηνή. Παράλληλα, όμως, γίνεται ένας διάλογος από τις εφημερίδες και περιοδικά που το ευρύ κοινό πιθανώς να μην γνωρίζει καν την ύπαρξή τους. Το άρθρο για παράδειγμα του κ. Μπαμπινιώτη, στο περιοδικό του Πανεπιστημίου Αθηνών (όπως κι ένα προηγούμενου του καθηγητή κ. Γ. Ψαχαρόπουλου), θέτουν ζητήματα σοβαρά για την Παιδεία, τα οποία αν και δεν έχουν θέση στα τηλεοπτικά παράθυρα, αργά ή γρήγορα θα διαμορφώσουν πολιτικές.
Έτσι, συζήτηση επί της ουσίας γίνεται ακόμη και στη σημερινή τηλεοπτική μας εποχή. Μόνο που γίνεται μακριά από τις τηλεοράσεις και τα καφενεία. Αλλά πάντα έτσι δεν γινόταν; Ή μήπως πριν τριάντα χρόνια -σε σοσιαλιστικούς καιρούς-συζητούσαν στα καφενεία το «προτσές της ιστορίας» ή τις «τακτικές μετάβασης»;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23.1.2004