Τα γκάλοπ και ο τρόπος δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων τους αφορά μόνο τους δημοσκόπους και τους δημοσιογράφους. Οι προτάσεις για ρυθμιστικό πλαίσιο των δημοσκοπήσεων δεν θα είναι παρά μια ακόμη θηλιά στο λαιμό της ενημέρωσης…
Είναι σίγουρο ότι μια διαφορά τριών μονάδων σε δύο δημοσκοπήσεις την ίδια περίοδο προκαλεί σύγχυση στους αναγνώστες των εφημερίδων και στους τηλεθεατές. Κανείς δεν ξέρει εκ πρώτης όψεως τι ισχύει: Προηγείται η «Νέα Δημοκρατία» του ΠΑΣΟΚ κατά 0,6%, όπως έδειξε η δημοσκόπηση της «Metron Analysis», ή κατά 3,6% που έδειξε η προηγούμενη δημοσκόπηση της «V-PRC»; Το δεύτερο ερώτημα είναι πιο απλό: και τι μας νοιάζει; Μπορεί, δηλαδή, η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων να καίει τους πολιτικούς και τους παρατρεχάμενούς των, αλλά οι πολίτες αυτής της χώρας οργίζονται για τις ουρές στο ΙΚΑ, για το εισόδημά τους που φθίνει κι άλλα ποταπά, στα οποία αναφέρονται συνεχώς οι πολιτικοί, αλλά δείχνουν να μην νοιάζονται τόσο πολύ, όσο για τις δημοσκοπήσεις.
Με βάση όμως αυτή τη διαφορά που εμφανίστηκε στα γκάλοπ βγαίνει στην επιφάνεια μια παθογένεια του πολιτικού μας προσωπικού. Οποτεδήποτε εμφανίζεται κάποια ανωμαλία -όχι στην ουσία της πολιτικής αλλά στην παράστασή της- αυτό που οι εθνοπατέρες προτάσσουν είναι ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο, και συνήθως κάποιο περιορισμό ή απαγόρευση.
Έτσι ο αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Γιώργος Σούρλας έστειλε επιστολή στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας επισημαίνοντας την ανάγκη να θεσπιστεί νομοθετικό πλαίσιο για τη διενέργεια των δημοσκοπήσεων.
Σύμφωνα μάλιστα με σχετικό τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων ο κ. Σούρλας «διατυπώνει τη διαφωνία του με την πολιτική των δημοσκοπήσεων που “καλύπτουν” -όπως αναφέρει- οποιοδήποτε άλλο πολιτικό γεγονός, ευρισκόμενη στην κορυφή της ιεραρχίας των ειδήσεων». Κάνει λόγο για «κατά παραγγελία δημοσκοπήσεις, χωρίς κανείς να γνωρίζει τα ποσά που διατίθενται», για «άγνωστους εντολείς», «αδιαφανείς διαδικασίες συγκέντρωσης των στοιχείων» αλλά και για «στελέχη εταιρειών δημοσκοπήσεων που είναι μέτοχοι σε ΜΜΕ».
Είναι φοβερά και τρομερά όλα όσα καταγγέλλει ο κ. Σούρλας, αλλά γεννούν κάποια ερωτήματα. Καταρχήν, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής είναι εντεταλμένη να ασχολείται με τα του πολιτικού προσωπικού. Ψάχνει π.χ. τις προεκλογικές δαπάνες των βουλευτών (ανακάλυψε πολλές ατασθαλίες στις τελευταίες εκλογές για να δώσει τελικά συχωροχάρτι), το «πόθεν έσχες» του πολιτικού προσωπικού (ποτέ δεν μάθαμε το «πόθεν» και τώρα τελευταία μας αποκρύπτεται και το «έσχες») γενικώς φροντίζει να υπάρχει διαφάνεια στα πεπραγμένα εκείνων που υπηρετούν θεσμούς.
Η «Metron Analysis» και η «V-PRC» δεν είναι θεσμοί ώστε να απασχολήσουν την εν λόγω επιτροπή. Φυσικά υπάρχουν «κατά παραγγελία δημοσκοπήσεις, χωρίς κανείς να γνωρίζει τα ποσά που διατίθενται». Όλες οι δημοσκοπήσεις του κόσμου, ακόμη κι εκείνες που γίνονται για απορρυπαντικά, είναι κατά παραγγελία και κανείς δεν γνωρίζει τα ποσά που διατίθενται.
Αν όμως οι επιχειρήσεις δημοσκοπήσεων νοθεύουν το προϊόν τους υπάρχει ζήτημα. Αυτό το ζήτημα όμως (από τη στιγμή που η νόθευση δεν βλάπτει τη δημόσια υγεία ώστε να παρέμβει η Γραμματεία Προστασίας Καταναλωτή) είναι πολιτικό, το οποίο πρέπει να αντιμετωπισθεί πολιτικά και όχι νομοθετικά. Και η πολιτική αντιμετώπιση μιας παραπλανητικής δημοσκόπησης ονομάζεται «κράξιμο»…
Ας υποθέσουμε όμως ότι υπήρχε το νομοθετικό πλαίσιο που οραματίζεται ο κ. Σούρλας και εμφανιζόταν σε δύο δημοσκοπήσεις η διαφορά που τον εξόργισε. Η μία της V-PRC είναι τηλεφωνική με δείγμα 958 ατόμων και κάνει αναγωγή των αναποφάσιστων και η άλλη είναι με κάλπη, με δείγμα 2.003 ατόμων και χωρίς αναγωγή. Aρα, τι ελέγχουμε νομοθετικά; Τα μήλα ή τα πορτοκάλια;
Υπάρχει μια διαρκής ροπή των πολιτικών αν ελέγξουν την πληροφόρηση. Ας μην γελιόμαστε. Η πρόταση για έλεγχο των δημοσκοπήσεων που έρχεται κι επανέρχεται από πολιτικούς όλων των κομμάτων (ο κ. Πρωτόπαπας έφτασε στο παραπέντε για να περάσει σχετικό νόμο το 2004) την πληροφόρηση έχει στόχο. Ο κ. Σούρλας το διατυπώνει καθαρά. Διαφωνεί με την πολιτική δημοσίευσης των δημοσκοπήσεων, οι οποίες, όπως αναφέρει στην επιστολή του, «καλύπτουν οποιοδήποτε άλλο πολιτικό γεγονός, ευρισκόμενη στην κορυφή της ιεραρχίας των ειδήσεων».
Ο κλάδος των εταιρειών δημοσκοπήσεων έχει αυτορυθμιστεί. Με αρκετή επιτυχία. Αυτό που δεν έχει ρυθμιστεί είναι οι εντυπώσεις που τα ΜΜΕ δημιουργούν με βάση τα νούμερα των δημοσκοπήσεων. Αυτό δεν είναι θέμα κρατικής ρύθμισης, αλλά αυτορύθμισης των δημοσιογράφων. Η αλήθεια είναι ότι κι εδώ το σώμα των δημοσιογράφων είναι «χύμα στο κύμα». Δεν έχει γίνει καν μια συνάντηση, μια ημερίδα κάτι, τέλος πάντων, που να διαμορφώσει κανόνες δημοσιοποίησης των δημοσκοπήσεων. Δεν έχει γίνει καν ένα σεμινάριο για να καταλάβουν οι δημοσιογράφοι τι κρύβουν τα νούμερα που οι εταιρείες δημοσκοπήσεων τους δίνουν. Καθείς χειρίζεται το υλικό σύμφωνα με τη λίγη στατιστική που έμαθε (αν έμαθε) στο Πανεπιστήμιο, και σύμφωνα με τις ακριτομυθίες πολιτικών, στατιστικολόγων κ.λπ. Αυτό δεν είναι θέμα που οφείλει να ρυθμίσει η Πολιτεία έστω μετά από διάλογο με τον «Σύλλογο Εταιρειών Δημοσκόπησης και Έρευνας Αγοράς» (ΣΕΔΕΑ) (Σ.Σ.: το 2003 ξεκίνησε ένας διάλογος περί του «ορθού τρόπου δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων» μεταξύ ΣΕΔΕΑ και του τότε υπουργού Τύπου κ. Χρήστου Πρωτόπαπα. Αυτός έγινε χωρίς τον ξενοδόχο -δηλαδή τους δημοσιογράφους που ορίζουν τελικά τον τρόπο δημοσιοποίησης- δεν κατέληξε πουθενά).
Το θέμα της δημοσιοποίησης των δημοσκοπήσεων αν και ήσσονος σημασίας για τον τόπο είναι μείζονος σημασίας για την πολιτική σκηνή. Επειδή δε οι πρωταγωνιστές της τελευταίας ομόθυμα είναι υπέρ οποιασδήποτε ρυθμιστικής θηλιάς στην πληροφόρηση ΕΣΗΕΑ και ΣΕΔΕΑ πρέπει να καταλήξουν σε ένα κανονολόγιο δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων. Πρέπει να ενημερώσουν με σεμινάρια τους δημοσιογράφους γιατί οι ενημερωμένοι δημοσιογράφοι δεν θα ελέγχουν μόνο τη διαφορά μεταξύ των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων. Θα βγάζουν συνολικότερα συμπεράσματα από τις δημοσκοπήσεις και θα ελέγχουν το προϊόν των εταιριών, αν και κατά πόσον είναι νοθευμένο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 17.12.2005