Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών είναι ένας κακός νόμος. Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται τον κάνει χειρότερο.
Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών είναι ένας κακός νόμος. Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται τον κάνει χειρότερο. Στην ουσία, η ασφαλιστική δικλίδα για να μην πέφτουν οι πολιτικοί θύμα των κομματικών παθών μετατρέπεται σε εσαεί ατιμωρησία των πολιτικών. Κι επειδή κυκλοφορούν πολλά (και κυρίως σκοτεινά, για να υπηρετήσουν σκοπιμότητες) πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα. Με τον απλούστερο δυνατό τρόπο.
Οταν ένας ανακριτής διερευνά μια υπόθεση έχει σχεδόν απεριόριστη ελευθερία κινήσεων. Αν προκύψουν στοιχεία (π. χ. μια μαρτυρία) για παράνομη συμπεριφορά ενός πολίτη, μπορεί να τον καλέσει στο γραφείο του και να του θέσει τα ερωτήματα: «Σύμφωνα με τα τάδε στοιχεία ή τη δείνα μαρτυρία ενέχεσαι σ’ αυτή την υπόθεση, τι έχεις να πεις;» Ο πολίτης λέει τα δικά του και ο δικαστικός κρίνει τη μαρτυρία. Αν είναι ικανοποιητική τον απαλλάσσει και δεν τον ξαναενοχλεί. Αν δεν πειστεί μπορεί να τον ξανακαλέσει ή να διατάξει την προφυλάκισή του.
Αυτή την αυτονόητη διαδικασία δεν μπορεί να την κάνει με υπουργούς. Επειδή οι κατηγορίες περί εμπλοκής πολιτικών σε άνομες πράξεις πολλάκις χρησιμοποιήθηκαν για μικροπολιτικούς λόγους, μπήκε (καλώς ή κακώς) μια δικλίδα: Μόνο η Βουλή μπορεί να ελέγξει αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες υπουργών.
Δηλαδή: Αν κάποιος εισαγγελέας που διερευνά μια υπόθεση σκοντάψει σε μια μαρτυρία του τύπου «ξέρετε ο ηγούμενος τον οποίο κατηγορείτε για ηθική αυτουργία σε σκάνδαλο είχε επαφές με τους τάδε και τάδε υπουργούς κι εκεί πήρε το αυτί μου μερικά πράγματα», ο δικαστικός λειτουργός δεν μπορεί (όπως στην περίπτωση των απλών πολιτών) να καλέσει τον υπουργό και να του πει «λέχθηκαν αυτά για σας, τι έχετε να απαντήσετε;»
Ούτε ο υπουργός μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του λέγοντας, π. χ., «ο άνθρωπος δεν ξέρει τι λέει, διότι την ημέρα που υποτίθεται ότι έγινε το ραντεβού με τον ηγούμενο, εγώ βρισκόμουν στην Καβάλα – και ιδού οι αποδείξεις». Αντιθέτως, το Σύνταγμα προβλέπει ότι η υπόθεση πρέπει «αμελλητί» να παραπεμφθεί στη Βουλή. Δηλαδή, η Βουλή πρέπει να κάνει τις ερωτήσεις που ο ίδιος ο εισαγγελέας δεν μπορεί. «Αμελλητί» σημαίνει χωρίς χρονοτριβή και ως εκ τούτου μπορούμε να πιθανολογήσουμε και χωρίς ενδιάμεσους, διότι κάθε ενδιάμεσος είναι χρονοτριβή.
Το αστείο είναι ότι οι δικαστικοί μέχρι σήμερα αυτό έκαναν ακόμη και σε περιπτώσεις που καταφανώς δεν υπήρχε ευθύνη υπουργού. Για παράδειγμα, απεστάλη στη Βουλή μήνυση κατά του υπουργού Εργασίας Πάνου Παναγιωτόπουλου (δηλαδή υπουργού της Ν. Δ.) διότι κάποιος πολίτης τον θεώρησε υπεύθυνο για την ανεργία! Η Βουλή, λειτουργώντας λογικά, αλλά λειτουργώντας και ως εισαγγελική αρχή, έβαλε την υπόθεση στο αρχείο.
Η προανακριτική επιτροπή, λοιπόν, αναλαμβάνει το έργο που δεν μπορεί να κάνει ο εισαγγελέας. Να ρωτήσει δηλαδή τους πολύτιμους υπουργούς ότι «λένε αυτά για σας. Τι έχετε να απαντήσετε;» Αντιθέτως, η εξεταστική που τελικά εδέησε να αποδεχθεί η κυβέρνηση είναι «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Κανείς δεν μπορεί να κάνει αυτή την απλή ερώτηση, που θα γινόταν από οποιονδήποτε ανακριτή σε οποιονδήποτε πολίτη: «Ο τάδε λέει αυτά. Εσείς τι λέτε;»
Γι’ αυτό, αν ο Κ. Καραμανλής εννοεί ότι θέλει να ξεκαθαρίσει το σκάνδαλο που ταλανίζει τον τόπο, δεν έχει παρά να συναινέσει στη σύσταση προανακριτικής επιτροπής. Διότι, όλα τ’ άλλα είναι «άλλα λόγια…».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.10.2008