Υπάρχουν δύο τρόποι αντίδρασης όταν αποκαλύπτονται υποθέσεις παράνομων ή/και αθέμιτων παρακολουθήσεων. Ο πρώτος έχει βραχυπρόθεσμο στόχο και ο δεύτερος μακροπρόθεσμο. Για τον πρώτο όλοι συμφωνούν: «Να πέσει άπλετο φως». Το θέμα είναι τι κάνουμε μετά. Δημιουργούμε το νομικό πλαίσιο ώστε να περιοριστούν οι παράνομες υποκλοπές; Φτιάχνουμε μηχανισμούς διαφάνειας ώστε και οι νομότυπες επισυνδέσεις να μην είναι αθέμιτες;
Δεν θα κάνουμε δίκη προθέσεων του πρωθυπουργού. Αυτά είναι κόλπα της αντιπολίτευσης και δη της αξιωματικής, που ξεσάλωσε περισσότερο και από το θύμα της υποκλοπής, δηλαδή τον κ. Νίκο Ανδρουλάκη. Υπάρχουν, όμως, μεγάλες πολιτικές ευθύνες και σε ό,τι αφορά την επιλογή προσώπων και για το γεγονός ότι αντί να ισχυροποιήσει το θεσμικό πλαίσιο, για να αποφευχθούν κατά το δυνατόν οι αθέμιτες υποκλοπές, το αδυνάτισε. Διά νόμου (4790/2021) η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) δεν θα ενημερώνει εκ των υστέρων όσους έχουν παρακολουθηθεί. Η διαφάνεια θα έκανε διπλά προσεκτικούς όσους ενέκριναν επισυνδέσεις στο τηλέφωνο ενός πολιτικού αρχηγού.
Το περίγραμμα των τεσσάρων πεδίων αλλαγών που θα προτείνει η κυβέρνηση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι λειψό. Είναι θετική η «ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ και της εποπτείας μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να κατανοήσουμε γιατί θα υπάρξει «θωράκιση του πλαισίου νομίμων επισυνδέσεων (σ.σ.: μόνο) για πολιτικά πρόσωπα». Οι υπόλοιποι πολίτες δεν χρήζουν προστασίας; Εξάλλου, πριν από τον κ. Νίκο Ανδρουλάκη έγινε υποκλοπή σε τηλέφωνο δημοσιογράφου, η οποία όπως θα έλεγε και ο πρωθυπουργός, «παρότι έγινε νόμιμα», δεν καταλάβαμε αν «ήταν πολιτικά αποδεκτή και θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας». Στο κάτω κάτω της γραφής, πολλοί πολιτικοί αναλώνουν τον περισσότερο χρόνο της ημέρας τους μιλώντας με… δημοσιογράφους.