Αλώβητη πέρασε η κυβέρνηση από την πρόταση μομφής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ για τις υποκλοπές. Την ψήφισαν και οι 156 βουλευτές, παρακολουθούμενοι και μη. Κατά πως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, μάλλον με μικρές απώλειες θα περάσει και την εκλογική διαδικασία, ασχέτως αν ο κ. Γιώργος Παπανδρέου θεωρεί εξαιρετικά κυνική την παραδοχή «ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται μόνο για τη τσέπη του και δεν τον ενδιαφέρει το θέμα των υποκλοπών» (Βουλή, 26.1.2023)
Τέλος καλό, όλα καλά, λοιπόν; Για την ευπαθή μας Δημοκρατία, όχι. Αυτή η υπόθεση αφήνει πολλά ερωτήματα και περισσότερες πληγές, οι οποίες με τον καιρό θα κακοφορμίσουν. Είπε, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός ότι «πριν τα παραλάβει ο κ. Τσίπρας τα θρυλούμενα στοιχεία [από την ΑΔΑΕ], ήταν πρώτη είδηση σε τρία μέσα που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ (…) γιατί έχετε τα στοιχεία αυτά εσείς και όχι εγώ; Γιατί δεν έγινα εγώ αποδέκτης ποτέ καμίας τέτοιας πληροφορίας;» (Βουλή, 27.1.2023).
Εύλογη η απορία, αλλά γεννάει ταυτοχρόνως άλλη μία: κάποιοι στην ΕΥΠ παρακολουθούσαν πολιτικούς, αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων και δημοσιογράφους, χωρίς να το γνωρίζει ο άμεσος πολιτικός τους προϊστάμενος πρωθυπουργός και –λόγω «απορρήτου»– δεν δίνουν λογαριασμό ούτε στη Βουλή. Αν αυτοί δουλεύουν για τον ΣΥΡΙΖΑ, μικρό το κακό. Αν όμως δουλεύουν για τους Τούρκους, τους Αμερικανούς ή τους Ρώσους; Δεν θα έπρεπε τόσους μήνες να είχε αποκαλυφθεί το κύκλωμα και τα μέλη τους να παραπεμφθούν για όσα προβλέπει ο νόμος;
Ενα δεύτερο πράγμα που μάθαμε από αυτή τη διαδικασία είναι πως από τις υποκλοπές κινδυνεύουμε όλοι, ακόμη και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μπορεί κάποιος να ακούει τους πάντες για άγνωστους – απόρρητους «εθνικούς λόγους». Η πληγή που θα κακοφορμίσει εδώ, είναι να το χρησιμοποιήσει κάποιος Ερντογάν του μέλλοντός μας, ο οποίος θεωρεί ότι ο ίδιος ενσαρκώνει το εθνικό συμφέρον και, συνεπώς, ό,τι αρνητικό λέγεται γι’ αυτόν, ακόμη και ιδιωτικώς, είναι εξ ορισμού αντεθνικό. Οσοι νομίζουν ότι του Ελληνος ο τράχηλος Ερντογάν δεν υπομένει, σίγουρα δεν πίστευαν ότι μπορεί να πέσει θύμα υποκλοπών ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ και μάλιστα από ένα ασύλληπτο «ρυπαρό κύκλωμα».
Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι ακόμη κι αν ψυλλιαστούμε ότι μας παρακολουθούν (για «εθνικούς λόγους» που ούτε μπορούμε να φανταστούμε) χρειάζεται μια τριετία για να το πληροφορηθούμε (αν, εν τω μεταξύ, δεν συνεχίζεται η «επισύνδεση» για άλλα δύο χρόνια, όπως του αρχηγού ΓΕΕΘΑ) και τουλάχιστον τρία χρόνια για να εκδικαστεί η μήνυση που θα κάνουμε. Σύνολο έξι χρόνια. Σύμφωνα, όμως, με τον ποινικό κώδικα που πέρασε ο ΣΥΡΙΖΑ, οι υποκλοπές είναι πλημμέλημα και παραγράφονται στα πέντε χρόνια. Συνεπώς, οι υποκλοπείς 1) δεν λογαριάζουν την εκτελεστική εξουσία (δεν ενημερώνουν τον πολιτικό τους προϊστάμενο πρωθυπουργό), 2) είναι θωρακισμένοι απέναντι στη νομοθετική εξουσία, αφού κάθε στιγμή μπορούν να επικαλεστούν το «απόρρητο», και 3) δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε από τη δικαστική. Συνεπώς, γιατί να μην παρακολουθούν όλο τον κόσμο και αν έχουν ανάγκες να βγάλουν το κατιτίς τους, είτε πουλώντας πληροφορίες είτε εκβιάζοντας κάποιους παρακολουθούμενους;
Το χειρότερο, όμως, όλων και η μεγαλύτερη πληγή που θα αφήσει αυτή η υπόθεση είναι η διάχυση της αυταρχικής λογικής. Μέχρι τώρα μόνον η Ακροδεξιά θεωρούσε θεμιτή την καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων στο όνομα του εθνικού συμφέροντος. Τώρα σχηματοποιείται και η θεωρία του αυταρχισμού: αμφισβητείται η ανάγκη ύπαρξης Ανεξάρτητων Αρχών· δικαιολογείται το «απόρρητο» υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και για παρακολουθήσεις υπουργών, στρατηγών κ.ά.· προτείνονται προληπτικές υποκλοπές για λόγους διαφθοράς. Τουλάχιστον, οι πτωχοί τω πνεύματι ακροδεξιοί το κάνουν διότι έτσι νομίζουν ότι αγαπούν καλύτερα την πατρίδα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.1.2023