«Η εθνικοποίηση των ευρωεκλογών ξεκινάει έτσι καταστατικά, από το σύστημα του πανελλαδικού σταυρού», έγραφε προχθές ο φίλος Μιχάλης Τσιντσίνης κι έθεσε το εξής ερώτημα: «Να επιλέγαμε το ελιτίστικο φίλτρο των άνωθεν διορισμένων τεχνοκρατών; Δεν θα απομυζούσε ένα τέτοιο σύστημα όλη τη δημοκρατική ζωντάνια – που τώρα εκδηλώνεται, έστω και με μπρίο Δελφιναρίου; Αυτό το ερώτημα προϋποθέτει την ακόμη πιο ελιτίστικη πεποίθηση ότι το εκλογικό σώμα είναι ανίκανο να εκτιμήσει κάποιον που δεν έχει δει στην τηλεόραση. Μετρώντας τις επιλογές των ψηφοφόρων, δεν μπορείς παρά να εγκλωβιστείς σε μια κυκλική διερώτηση για την κότα και τ’ αυγό. Φταίνε τα κόμματα, που σερβίρουν junk, ή οι ψηφοφόροι, που το τρώνε;» («Κ», 9.2.2024).
Υπάρχει όμως και ένας άλλος δρόμος. Είναι η πρόταση του κ. Στέφανου Μάνου που θέλει τους «ευρωβουλευτές να εκλέγονται σε 21 αυτοτελείς μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες», διότι αδίκως «οι πολίτες (κατηγορούνται ότι) ψηφίζουν πρόσωπα με μεγάλη προβολή, celebrities». Κατά τον πρώην υπουργό, η συμπεριφορά των πολιτών είναι λογική, «μιας και μπροστά τους έχουν ένα ψηφοδέλτιο 21 προσώπων, σε αλφαβητική σειρά, που κατάρτισε ο αρχηγός του κόμματος. Τι να κάνει ο ψηφοφόρος; Να ψηφίσει έναν άγνωστο, στην τύχη, ή ένα γνωστό όνομα;» («Κ», 2.5.2023).
Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η ιδέα είναι καλή ή κακή, αν και η ιστορία του κ. Μάνου προδιαθέτει για το πρώτο. Αλλά για να το μάθουμε, έπρεπε να το συζητήσουμε. Η κυβέρνηση που –στην πράξη– την απέρριψε όφειλε αν μη τι άλλο να την αντικρούσει. Ή, τέλος πάντων, όφειλε να εξηγήσει γιατί προέκρινε την ενιαία λίστα, η οποία πριμοδοτεί τους εγχώριους σελέμπριτι εις βάρος της ποιότητας της εκπροσώπησης στο Ευρωκοινοβούλιο.
Αντ’ αυτού υπήρξε σιωπή. Δεν γνωρίζουμε αν στην κυβέρνηση υπάρχουν γινάτια και κατά του πρώην υπουργού· δεν κρατάει κι αυτός το στόμα του κλειστό. Αλλά υπάρχει και μια δεύτερη ενδιαφέρουσα ιδέα που επίσης απορρίφθηκε, ασυζητητί. Κι αυτή ήταν του ίδιου του πρωθυπουργού. «Η “golden visa”», είχε πει ο κ. Μητσοτάκης, «έτσι όπως είχε δρομολογηθεί, ουσιαστικά έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά της. Αλλά, σκέφτομαι, γιατί να μη δώσουμε τη δυνατότητα απόκτησης “golden visa” σε όποιον αγοράζει ένα διατηρητέο, με υποχρέωση να το επισκευάσει. Αυτόματα κατευθύνουμε επενδυτικά κεφάλαια σε μια κατηγορία ακινήτων» (ΣΚΑΪ, 16.11.2023).
Το θυμηθήκαμε αυτό διότι την Παρασκευή στη Βουλή, κατά την Ωρα του Πρωθυπουργού, συζητήθηκε το εκρηκτικό πρόβλημα της στέγης. Ο ερωτών αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης προέκρινε είτε την κατάργηση της «golden visa», είτε τη δέσμευση όσων την αποκτούν να μισθώνουν μακροχρονίως τα ακίνητά τους. Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε διάφορα μερεμέτια. «Αυτό το οποίο συζητούμε με τον υπουργό Oικονομικών είναι περαιτέρω αύξηση του ορίου για επενδύσεις “golden visa” και θα αφορά όλες τις περιοχές που δέχονται πίεση στα ενοίκια. Μπορεί να πάει στις 800.000 ευρώ. Πρέπει να συζητήσουμε αν θέλουμε να κρατήσουμε το χαμηλό όριο σε περιοχές που δεν υπάρχει πίεση. Πολύ σύντομα θα υπάρξει περαιτέρω παρέμβαση της κυβέρνησης, όχι με πλήρη κατάργηση του μέτρου, και ακούω και την πρότασή σας κατά πόσον όσοι έχουν ακίνητα “golden visa” να είναι υποχρεωμένοι να τα μισθώνουν μακροχρόνια» (Βουλή, 9.2.2024).
Κουβέντα για την πράγματι ενδιαφέρουσα ιδέα περί «δυνατότητας απόκτησης “golden visa” σε όποιον αγοράζει ένα διατηρητέο με υποχρέωση να το επισκευάσει», κάτι που θα πανηγύριζε και ο δικός μας Νίκος Βατόπουλος. Eτσι λοιπόν τα κουφάρια, που κάποτε ήταν όμορφα κτίσματα, θα συνεχίσουν να απειλούν το κεφάλι των περαστικών και η «golden visa» θα συνεχίσει να αυξάνει την τιμή των ακινήτων, παρά το γεγονός ότι «ουσιαστικά έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά της». Iσως γι’ αυτό θα την πουλάμε πιο ακριβά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11.2.2024