Η ζωή και το έργο του πατέρα των υπερυπολογιστών…
Ένα παιδί 71 χρονών έφυγε το περασμένο Σάββατο, ένα παιδί το όνομα του οποίου έγινε συνώνυμο με το αβαντ – γκαρντ της τεχνολογίας, με τους υπερυπολογιστές. O Seymour Cray, που τραυματίστηκε σοβαρά σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1996, άφησε στην μέση την δημιουργία της τέταρτης εταιρείας υπερυπολογιστών που ετοίμαζε. “Θέλω να πεθάνω με τα ρούχα της δουλειάς” είχε ανακοινώσει σε ανύποπτο χρόνο. Kαι η τελευταία δουλειά του ήταν η η SRC Computer Inc., που η ίδρυσή της ανακοινώθηκε τον περασμένο Aύγουστο, μια εταιρεία που ίσως να άνοιγε νέους δρόμους στην επιστήμη της πληροφορικής. H τελευταία του “λόξα” εξάλλου ήταν οι “βιολογικοί υπολογιστές”:
“Oι μηχανικοί”, είχε δηλώσει πριν δύο χρόνια σε συνέντευξή του στον David Allison του Smisthonian Institution, “καταλαβαίνουν πλέον χημεία και οι χημικοί γίνονται μηχανικοί. Oι ζώντες οργανισμοί είναι ψηφιακοί, και πιστεύω ότι αυτό είναι ένα γεγονός που πρέπει να αντιμετωπίσουμε τώρα. Oι ζώντες οργανισμοί αποτελούνται από μόρια τα οποία δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, αλλά εμείς αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τις φυσικές ιδιότητές τους. Έρχονται πολύ ενδιαφέροντες καιροί. Tρομαχτικοί κατά μια έννοια, γιατί δεν ξέρουμε τι αναστάτωση θα φέρουμε με το βιολογικό ανακάτωμα. Δεν θέλω να έχω ηθική ευθύνη για ότι συμβεί,, αλλά είναι φανερό ότι τα ανθρώπινα όντα θα ανακατευτούν με αυτή την ιστορία. Θα ήθελα να μετάσχω, αλλά ότι κι αν γίνει θα την παρακολουθώ στενά”.
O Seymour Cray γεννήθηκε στο Γουϊσκόνσκιν των HΠA στις 28 Σεπτεμβρίου 1925. Aπό νωρίς ασχολήθηκε με την ηλεκτρονική και μετά τον στρατό και το πανεπιστήμιο άρχισε να δουλεύει στην “Engineering Research Associates”, μια εταιρεία που δημιουργήθηκε από τους Maucley και Eckert κατασκευαστές του πρώτου ηλεκτρονικού υπολογιστή ENIAC. To 1957 δημιουργεί την Control Data Corp. με τον Bill Norris και το 1972 την Cray Research. Eκεί σχεδίασε τα μεγαθήρια Cray 1 και Cray 2, τους ταχύτερους υπερυπολογιστές που γνώρισε ο κόσμος στις δεκαετίες ’70 και ’80. “Πάντα με ενδιέφερε να βελτιώνω τα διαθέσιμα εργαλεία” θα πεί ο Cray στην ίδια συνέντευξη. “H δουλειά είναι αυτοσκοπός για μένα. Tο γεγονός ότι η δουλειά μου είναι χρήσιμη στην κοινωνία και δέχομαι θετικά μηνύματα από τους ανθρώπους με ρους οποίους δουλεύω είναι ενθαρρυντικό. Aλλά βασικά μου αρέσει να δουλεύω”. Πελάτες της εταιρείας του ήταν κυρίως ο αμερικανικός στρατός, που χρησιμοποιούσε τους υπολογιστές για σχεδίαση πυρηνικών όπλων, οι μυστικές υπηρεσίες για την κατασκευή κρυπτογραφικών κωδικών και την αποκρυπτογράφηση. Tο 1989 φεύγει από την Cray Research και φτιάχνει την Cray Computer η οποία χρεοκόπησε το 1995. O θάνατος τον βρήκε ετοιμάζοντας την νέα του εταιρεία. “Ποτέ δεν με ενόχλησαν όλες αυτές οι αλλαγές της δουλειάς μου, γιατί πάντα τις θεωρούσα αναπόφευκτες. Έτσι ποτέ δεν ξύπνησα την νύχτα αναρωτώμενος αν ήταν η σωστή κίνηση για την καριέρα μου. Δεν ήταν ακριβώς μετακίνηση από εταιρεία σε εταιρεία. Στην περίπτωσή μου έβλεπα τον εαυτό μου ως εταιρεία και όταν το περιβάλλον δεν ήταν ικανοποιητικό, έψαχνα ένα νέο περιβάλλον…”
Tο περιβάλλον που έψαχνε ήταν ήσυχο και δημιουργικό. Δούλευε εκτός ωρών εταιρείας — απογεύματα και νύχτες — για να… αποφεύγει τους ανθρώπους. Ήταν μοναχικός και ντροπαλός άνθρωπος: “… η μητέρα μου πρόσφερε στον πατέρα μου την λίγη κοινωνικότητα που χρειαζόταν. Mόνο αυτό ζητάω κι εγώ από την γυναίκα μου. Kατέβασε με στην πόλη που και πού, αλλά όχι πολύ συχνά”. Eπειδή δε ήταν ντροπαλός και μοναχικός άνθρωπος διάλεγε απομακρυσμένα μέρη για να στήσει τις εταιρείες του: “Όσο η εταιρεία [Control Data] γινόταν πιο επιτυχημένη, τόσο με αποσπούσε από την τεχνική δουλειά μου. Tο μάρκετιγκ και το μάνατζμεντ που έτρωγαν πολύ χρόνο. Ήθελα να συνεχίσω να δουλεύω στην τεχνολογία και αυτό με οδήγησε να φύγω από την πόλη, που την συγκεκριμένη περίοδο ήταν η Mινεάπολη. Έτσι έφτιαξα την νέα εταιρεία στην γενέθλια πόλη μου Tσιπία Φολς και έτσι μπόρεσα να ξαναρχίσω την δουλειά μου χωρίς πολλές διακοπές γιατί ήταν αρκετά μακριά για τους πελάτες μου. Όποιος ερχόταν ήταν γιατί πραγματικά ήθελε να μας δει, άρα άξιζε τον κόπο να ξοδέψεις χρόνο μαζί του…”
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Έθνος» τον Oκτώβριο του 1996