Ενώ η Ελλάδα χανόταν στην τρικυμία της διεθνούς κρίσης ένα ερώτημα υπήρχε στα σαλόνια των Αθηνών: πρέπει να επιστέψει ο εξόριστος βασιλιάς;
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ο κόσμος χανόταν και η Ελλάδα πάλευε στα μανιασμένα κύματα της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Ομως, όπως γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ, στο βιβλίο του «Η Ελλάδα του Χίτλερ», το πολιτικό σύστημα της χώρας για άλλα ανησυχούσε: «Στη Βουλή (σ.σ. μετά τη χρεοκοπία του 1932) το πολιτειακό ζήτημα παρέμεινε ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφονταν όλα τα υπόλοιπα. Ενώ όμως ο πολιτικός κόσμος της Αθήνας συζητούσε εάν έπρεπε να επιτραπεί στον εξόριστο από το 1923 βασιλιά Γεώργιο να επιστρέψει, λίγο ασχολούνταν με την έντονη κοινωνική και οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα. Στην Πελοπόννησο οι σταφιδοπαραγωγοί εξεγείρονταν, ξήλωναν τις σιδηροδρομικές γραμμές, έκαιγαν δημόσια κτίρια διαμαρτυρόμενοι για την απουσία κρατικής στήριξης. Απεργίες στη βιομηχανία σάρωσαν τη χώρα από την Καλαμάτα ώς την Καβάλα…».
Επεβλήθη η δικτατορία του Μεταξά, η χώρα πέρασε την Κατοχή με τρομακτικές ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες, αλλά οι πολιτικοί δικαίωσαν τον αφορισμό του διανοούμενου κομμουνιστή Δημήτρη Γληνού ότι «τίποτε δεν λησμονούν από τις παλιές κακές τους συνήθειες και τίποτε δεν διδάσκονται από τις νέες πραγματικότητες». Αυτό το πιστοποιεί και ο Βρετανός απεσταλμένος κατά τη διάρκεια της Κατοχής Κρίστοφερ Γουντχάους, ο οποίος το 1948 σημείωνε στο βιβλίο του «Το Μήλον της Εριδος», πως «Λαϊκοί και Φιλελεύθεροι επανεμφανίσθηκαν στην σκηνή χωρίς σχεδόν να έχουν διευρύνει τη μεταξύ τους κατανόηση ή πλουτίσει την πείρα τους ύστερα από μια περίοδο δικτατορίας και κατοχής από το 1936 έως το 1944… Ο σκληρός πυρήνας και των δύο κομμάτων δεν έκαμε τίποτε άλλο από το να επαναλάβει το 1945 τη διένεξη από το σημείο που είχε μείνει το 1936».
«Ο Αθηναίος πολιτικός», σημειώνει ο Γουντχάους, «σπάνια είναι σε θέση να πει ποιο είναι το κοινωνικό (σ.σ. πολιτικό) πρόγραμμα του κόμματός του, επειδή ελάχιστα κόμματα έχουν τέτοιο πράγμα· η διένεξη γύρω από τις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας περιορίζεται στο πολιτειακό».
«Οι ιδεολογικές διαφορές», συμπληρώνει ο Μαζάουερ, «δεν ήταν αυτό που χώριζε τους βενιζελικούς από τους αντιβενιζελικούς και δεν είχαν προωθήσει τη δημόσια συζήτηση στα πραγματικά ζητήματα που αντιμετώπιζε η χώρα· στο πρόβλημα των προσφύγων, στην αγροτική μεταρρύθμιση, στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και στην ανάγκη νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης. Τα κύρια κόμματα δεν είχαν ρίζες στη βάση, εκτός από εκείνους που εξασφαλίζονταν από τους προσωπικούς τους δεσμούς· και ακόμη κι αν οι ρίζες αυτές προχωρούσαν βαθιά, ήταν αδύναμες. Από τη στιγμή που ένας πολιτικός έχανε την επιρροή του στην κορυφή, κινδύνευε να δει τους πελάτες και τους οπαδούς του να στρέφονται αλλού για βοήθεια».
«Επειδή πολλές από τις σπουδαιότερες θέσεις στη διοίκηση και στην εκτελεστική εξουσία, που εμείς στην Αγγλία τις λέμε “μόνιμες”, στην Ελλάδα αλλάζουν χέρια με κάθε κυβερνητική μεταβολή», επισήμανε ο Γουντχάους, «ο μέσος πολιτικός ενδιαφέρεται περισσότερο να εξασφαλίσει μια “προστασία” για τον εαυτό του και την οικογένειά του, παρά να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ψηφοφόρων της χώρας του… (και αυτό) δεν τον εμποδίζει να μιλάει μέχρι Δευτέρας Παρουσίας για προβλήματα που ενδιαφέρουν τον ίδιο στην πραγματικότητα».
Αυτή ήταν η πολιτική κατάσταση της χώρας πριν από ογδόντα χρόνια. Κάθε ομοιότητα με τη σημερινή δεν είναι καθόλου συμπτωματική.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 7.1.2012