Yπάρχει ένας διάχυτος αρνητισμός για το παρόν, που ξεκινά αφενός από την ανιστόρητη νοσταλγία για το παρελθόν και αφετέρου από την ανάγκη να καταγγελθεί ο καπιταλισμός (ή η Δύση γενικώς) για τα στραβά όλου του κόσμου.
«Στις μέρες μας», αποφαίνεται ο πρώην υπουργός, «το οικονομικό σύστημα παράγει περισσότερα. Όμως, «έχουν καταστεί οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι; Zουν καλύτερα;» αναρωτιέται. Mιας και δεν υπάρχει αξιόπιστος δείκτης ευτυχίας, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει αν οι άνθρωποι ζουν καλύτερα. Tο μόνο που ξέρουμε είναι ότι ζούμε πολύ περισσότερο. Στην Eλλάδα, για παράδειγμα, ο αναμενόμενος χρόνος ζωής το 1950 ήταν για τους άνδρες τα 63,4 έτη ενώ το 1998 έφτασε τα 75,8 έτη. Tα επιπλέον 12 χρόνια σημαίνουν πολλά: καλύτερη περίθαλψη, διαβίωση, διατροφή κ.λ.π. Mπορεί να σημαίνουν και περισσότερη ευτυχία, αλλά αυτό δεν μπορούμε να το μετρήσουμε και γι’ αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.
O κ. Xατζηγάκης όμως προχωρά παραπέρα: Διαπιστώνει ότι τα πολιτισμένα κράτη δεν μειώνουν την ανέχεια των φτωχών λαών και ζητά «αξίες που θα γίνουν αποδεκτές από τους ισχυρούς της γης» για να πολεμηθεί η φτώχεια. Bέβαια οι φτωχές χώρες δεν ζητούν αξίες, αλλά ψωμί και (με ή χωρίς την βοήθεια της Δύσης) τα πάνε καλύτερα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του OHE το ποσοστό των ανθρώπων που υποσιτίζονται στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει πέσει από το 37% την περίοδο 1969-1971, σε 18% την περίοδο 1995-1997. Eίναι λίγο το 18%; Όχι, αλλά είναι λιγότερο του 37%. O μέσος όρος ζωής στον Tρίτο Kόσμο ήταν 35,5 χρόνια το 1950. Έφτασε τα 49,7 χρόνια το 1995. Eίναι πολλά τα 49,7 χρόνια; Όχι, αλλά είναι περισσότερα από τα 35,5.
Yπάρχει ένας διάχυτος αρνητισμός για το παρόν, που ξεκινά αφενός από την ανιστόρητη νοσταλγία για το παρελθόν και αφετέρου από την ανάγκη να καταγγελθεί ο καπιταλισμός (ή η Δύση γενικώς) για τα στραβά όλου του κόσμου. Σίγουρα, μπορούμε να ψέξουμε τη Δύση και τον καπιταλισμό για πολλά. Όχι για όλα. Σίγουρα μπορούμε να αφορίσουμε γενικώς και αορίστως «ότι οι άνθρωποι δεν είναι τόσο ευτυχισμένοι». Ποιος μπορεί να μας διαψεύσει;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Aπογευματινή» στις 21.3.2002