Μνήμη Νικήτα Λιοναράκη…
Ο Νικήτας ήταν Αριστερός. Εχέφρων Αριστερός όμως, από αυτούς που σπανίζουν στον τόπο μας. Πίστευε στην κοινωνία και τις δυνάμεις της. Έβλεπε όμως και την πολυπλοκότητα της. Δεν στάθηκε στους απλοϊκούς τύπους της «νευτώνειας», θα λέγαμε, «κοινωνικής θεώρησης», επιχείρησε να ανιχνεύσει και τις σχέσεις των κοινωνικών δράσεων. Ένιωσε πολύ πριν από άλλους διανοούμενους ότι κάτι μεγαλύτερο γίνεται στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης και επιχείρησε να το εντάξει σε μια συνολική θεωρία. Περιπαικτικός όπως ήταν βάφτισε την θεωρία του «Οι συνέπειες του γατόσκυλου».
Ο τίτλος μπορεί να θυμίζει τις μεταμοντέρνες ανοησίες που κατά κόρονκυκλοφορούν στην Ελλάδα, αλλά η δομή του βιβλίου είναι τυπωμένη αγγλοσαξωνική σκέψη. Ορθολογική: διατρέχει τα πραγματικά φαινόμενα και όχι τις λέξεις. Βρίσκει τις σχέσεις στο πραγματικό πεδίο και όχι στο συντακτικό των προτάσεων. Και βγάζει συμπέρασμα. Όχι υπερβατικό! Πραγματικό.
Στο επίκεντρό του είναι η παραμελημένη από την ακαδημαϊκή έρευνα ιδέα ότι η τεχνολογία, αλλάζει τις ανθρώπινες σχέσεις και τελικά αλλάζει τον κόσμο.
Το βιβλίο βγήκε το 2001, τότε που ακόμη πολλοί σύντροφοί του ελεεινολογούσαν το internet ως όχημα πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, τις νέες τεχνολογίες των Μέσων ως κόλπο των εταιριών να κάνουν τα παιδιά μας ζόμπι, και την παγκοσμιοποίηση ως «εξαποδώ». Ήταν το μοναδικό -και ίσως να παραμένει ακόμη- στο είδος του. Δεν είναι ένα τεχνικό εγχειρίδιο, σαν αυτά που καλύπτουν την ημιμάθεια των συγγραφέων τους, είναι τεχνο-λογικό και βαθύτατα πολιτικό. Ανιχνεύει το Ι.Χ. ραδιόφωνο (που τώρα ενσαρκώνεται με το web-radio) και την Ι.Χ. εφημερίδα (που τώρα ανθίζει με τα blogs), αλλά και τις συνήθειες των δυτικομακεδόνων να πηγαίνουν για καφέ στην ακατονόμαστη χώρα και την νευρική κρίση που φέρνει στο πολιτικό σύστημα η ύπαρξη των Ανεξάρτητων Αρχών. Όλα αυτά με εικόνες και συμβάντα από δικό του ρεπορτάζ και με αναφορές τόσο στην ξένη σύγχρονη βιβλιογραφία, όσο και στις ελληνικές εφημερίδες. Κάτι που αποδεικνύει ότι η θεωρία του γατόσκυλου είναι καλά επεξεργασμένη. Τον έχει απασχολήσει πραγματικά. Την σκέφτηκε. Την χώνεψε πριν την αποτυπώσει στο χαρτί.
Αυτό που ανιχνεύει και περιγράφει γλαφυρά είναι η κρίση της μαζικής κοινωνίας. Σε όλες τις εκφάνσεις της. Μπορεί να στέκεται περισσότερο στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης -εξάλλου και ο υπότιτλος του βιβλίου του είναι «Κοινωνική Πολυπλοκότητα και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης»- αλλά βλέπει αυτή την κρίση σε όλους τους θεσμούς της βιομηχανικής κοινωνίας: στα κόμματα, στην πολιτική διεργασία, στα έθνη-κράτη. Σε αντίθεση με το κλίμα της εποχής, που ακόμη αποτυπώνεται στα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ο Νικήτας δεν πέφτει στην βαριά αριστερή κατάθλιψη του στιλ «πω, πω πάει! χάλασε ο κόσμος!». Αντιθέτως ανιχνεύει τα ελπιδοφόρα σημάδια μιας νέας εποχής. Από τις τοπικές εφημερίδες που έχουν νέες ευκαιρίες σε ένα κατακερματισμένο κόσμο, μέχρι τις ανεξάρτητες αρχές που (όπως αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του) από το 1992 εκνεύριζαν τον υπουργό της ΝΔ κ. Απόστολο Κράτσα (και συνεχίζουν να εκνευρίζουν τις παραδοσιακές εξουσίες, όπως φάνηκε με το πρόσφατο παράδειγμα της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων), μέχρι τις μειονότητες που εμπλουτίζουν τις συλλογικές μας παραστάσεις και μέχρι τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Υπάρχει ένα σημείο του βιβλίου του που δείχνει ξεκάθαρα πως ο Νικήτας έβλεπε αυτό που η παραδοσιακή Αριστερά αρνείται να κοιτάξει. Τη νέα πολιτική που γεννά η κοινωνική πολυπλοκότητα.
«Η αλήθεια είναι», γράφει, «πως επί δεκάδες χρόνια η σύνδεση του “κάνω πολιτική” με άλλες εκτός κομμάτων οργανώσεις δεν ήταν πειστική. Πολιτική έκαναν μόνο τα κόμματα. Και αυτό διότι ο όρος είχε ταυτιστεί με διεκδίκηση της κεντρικής εξουσίας, μέσω συμμετοχής στο κεντρικό πολιτικό παιγνίδι. Όλες οι άλλες δημόσιες δράσεις ήταν μεν επαινετές, δεν ήταν όμως πολιτικές. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου “οι ενδιάμεσοι -μεταξύ κοινωνίας και κράτους- θεσμοί είναι ανίσχυροι ή καχεκτικοί, οι θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής ανύπαρκτοι, κέντρα με ουσιαστική αυτονομία (Αυτοδιοίκηση, συνδικάτα, πνευματικά ιδρύματα κ.λπ.) σε εμβρυώδη κατάσταση» όπως περιγράφει τα ισχύοντα ο καθηγητής Αντ. Μανιτάκης.»
«Άραγε συνεχίζεται αυτή η πραγματικότητα;» της μη πολιτικής δράσης άλλων φορέων πέραν των κομμάτων, αναρωτιέται ο Νικήτας.
«Αν αποτυπώνουν τη νέα πραγματικότητα οι διαπιστώσεις δύο Γάλλων», συνεχίζει ο Νικήτας, «η απάντηση είναι αρνητική. “Από τη μία άκρη της Ευρώπης έως την άλλη δεν ακούγεται παρά μία κραυγή: απαλλάξτε μας από την πολιτική”, γράφει ο Πασκάλ Μπρικνέρ. Ο δε σοσιαλιστής Μισέλ Ροκάρ ομολογεί: “Εμείς οι πολιτικοί κυβερνάμε όλο και λιγότερο”.
»Αν όμως η “πολιτική” και οι “πολιτικοί” απορρίπτονται και δεν κυβερνούν, τότε ποιος;
Δύο απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα μπορούν να υπάρξουν: «ή η ποσότητα της πολιτικής υπέστη μείωση ή κάποιοι άλλοι, εκτός των πολιτικών, συμπράττουν πλέον στην άσκηση της πολιτικής».
Η απάντηση του Νικήτα είναι γλαφυρή και μακριά από την τελεολογία της παραδοσιακής αριστεράς (το «πω-πω, χαθήκαμε» που λέγαμε προηγουμένως):
«Η ποσότητα της πολιτικής, σε δεδομένη χρονική στιγμή δεν μειώνεται. [Η πολιτική] Μοιάζει με το ζυμάρι πίτας. Η ίδια ποσότητα πλάθεται με ένα σωρό τρόπους. Σε ένα μεγάλο ταψί βγαίνει μία και τεράστια πίτα. Αν θέλουμε όμως μπορούμε να φτιάξουμε πολλά κέικ. Ή ακόμη περισσότερα τσουρεκάκια! Ή αναρίθμητα κουλουράκια! (Σημείωση: ο Νικήτας τα λάτρευε όλα. Και τις πίτες και τα τσουρεκάκια και τα κουλουράκια. Και όχι μόνο μεταφορικά)
»Για τα ΜΜΕ το ερώτημα ποια (και κυρίως πόσα) είναι τα κουλουράκια που συμπράττουν σήμερα στην πολιτική είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο. Είναι αδύνατον όμως να τα διακρίνουν όσοι δεν αντιλαμβάνονται το νέο τοπίο και «ταύτισαν την ιστορία με την πολιτική ιστορία» όπως έγραψε η φιλόσοφος Άγκνες Χέλερ. Διότι αυτοί περιμένουν να ξεσπάσουν μεγάλα πολιτικά γεγονότα και επαναστάσεις. Άρα περιμένουν μεγάλο θόρυβο. «Οι κοινωνικές αλλαγές όμως πλέον δεν ξεσπούν, απλώς συντελούνται».
Αυτή είναι η διαφορά της πραγματικής ανανεωτικής αριστεράς από την παραδοσιακή. Ενώ η παραδοσιακή-παραδοσιακή αριστερά περιμένει τον νέο Οχτώβρη, και η παραδοσιακή-ανανεωτική αριστερά περιμένει τον νέο Μάη, η λογική αριστερά ανιχνεύει το παρόν και πασχίζει να το συνδιαμορφώσει. Όπως έκανε ο Νικήτας.
Η μεγαλύτερη σύλληψη του Νικήτα, ήταν μια δουλειά που δυστυχώς -όπως και πολλά άλλα πράγματα της προηγούμενης διακυβέρνησης- αραχνιάζει στα συρτάρια του υπουργείου Εξωτερικών. Ο Νικήτας είχε το θεωρητικό προαπαιτούμενο -για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω- να κατανοήσει ότι εξωτερική πολιτική δεν κάνει μόνο το υπουργείο Εξωτερικών, αλλά εκατοντάδες (όπως στην αρχή πίστευε) κοινωνικοί φορείς οι οποίοι δημιουργούν χιλιάδες αόρατους δεσμούς με ομόλογους φορείς του εξωτερικού. Είναι οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (που είναι ευρύτερο αυτού που θεωρούμε ΜΚΟ στην Ελλάδα, δηλαδή Greenpeace, Διεθνής Αμνηστία κ.λπ.), δηλαδή τα επιμελητήρια, οι συνδικαλιστικοί φορείς, οι εκκλησίες κ.λπ.
Βαθύτατα πολιτικό ον δεν αρκέστηκε στην οχύρωση πίσω από την ιδέα, ούτε στον συνήθη ελληνικό αφορισμό «α , αυτοί δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται στον κόσμο» ή τον άλλο συνήθη αφορισμό «αν είχαμε κράτος ρε, θα καταγράφαμε τους άλλους φορείς εξωτερικής πολιτικής». Ανέλαβε ο ίδιος να φέρει σε πέρας το project. Συνέδεσε τον παραδοσιακό φορέα πολιτικής (το υπουργείο Εξωτερικών) με τις νέες πραγματικότητες, «τα κουλουράκια της εξωτερικής πολιτικής», που θα ‘λεγε και ο ίδιος.
Θυμάμαι πόσο υπερήφανος ήταν όταν με ξεναγούσε στο στρατηγείο, το οποίο -μεταξύ μας- δεν ήταν τίποτε φοβερό. Ένα ψηλοτάβανο μουντό και άβαφο δωμάτιο στο υπουργείο εξωτερικών, δύο υπολογιστές (όχι τελευταίας τεχνολογίας) και μερικοί συνεργάτες. Δεν γκρίνιαζε ποτέ κατά την ελληνική συνήθεια -«εμείς που κάνουμε τόσο πρωτοποριακή δουλειά, δεν μας έχουν δώσει, ούτε ένα υπολογιστή της προκοπής!»- απλώς κάθε μέρα ενθουσιαζόταν από το γεγονός ότι φώτιζε ένα ακόμη κομμάτι του ιστού που συνέδεε την Ελλάδα με τον κόσμο. Κατέγραψε 31.000 ΜΚΟ – πρεσβευτές της Ελλάδας στο εξωτερικό. Φαντάζεστε τι πολλαπλασιαστής μηνύματος είναι στο εξωτερικό 31.000 οργανώσεις;
Παρέδωσε αυτή τη δουλειά στη ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών που προήλθε από τις εκλογές του 2004, κι έκτοτε η τύχη της αγνοείται.
Την ίδια σύνδεση της παραδοσιακής πολιτικής με τις νέες πραγματικότητες επιχείρησε και με την ομάδα ανθρώπων που επέτυχαν την κατοχύρωση του ρόλου των ΜΚΟ στο Σύνταγμα -και γι’ αυτό φαντάζομαι θα σας μιλήσουν άλλοι- αλλά παρέμεινε πιστός «γεφυροποιός» της παραδοσιακής πολιτικής με την κοινωνία των πολιτών. Μέχρι το τέλος.
Λίγες μέρες πριν φύγει έγραψα ένα άρθρο στην «Καθημερινή» με τίτλο «ποιος θυμάται την Αμαλία;». Αφορούσε την βουβή διαμαρτυρία της Κοινωνίας των Πολιτών για την Πάρνηθα την οποία χαρακτήριζα «συγκινητική», αλλά ταυτόχρονα ευχόμουν «να αποβεί και χρήσιμη». Δεν πρόλαβα να κουβεντιάσω μαζί του, τι παρεξήγησε από το άρθρο, αλλά με μάλωσε.
Μου έστειλε ένα email, το τελευταίο που πήρα. Σας το διαβάζω:
«Δεν συμφωνώ μαζί σου. Γιατί τοποθετείς τη συγκέντρωση, τις ΜΚΟ ή την κοινωνία των πολιτών στον αντίποδα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Δεν καταλαβαίνω. Εγώ παραμένω φανατικός των θεσμών, παιδί του ΚΚΕ εσ και φανατικός της κοινωνίας πολιτών και του αναβαθμισμένου ρόλου της. Τι είμαι;
Επίσης: Γιατί, σώνει και καλά, η διαπίστωση ότι τα κόμματα σαν ΜΟΝΑΔΙΚΟΙ εκφραστές της πολιτικής ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους, ταυτίζεται με την άρνηση των κομμάτων;
Εγώ είμαι υπέρ των κομμάτων, ως στρατηγών για τη διαχείριση της πολιτικής -σε πιο ισχυρό ρόλο- και υπέρ της συνευθύνης χιλιάδες μορφών μη κρατικών υποκειμένων ως συνδιαχειριστών των δημόσιων υποθέσεων. Είμαι κατά των κομμάτων;;;
Όσον αφορά δε την αποτελεσματικότητα, σου θυμίζω το αντιδικτατορικό κίνημα. όταν έκλεισε ο κύκλος των παράνομων οργανώσεων με τις βόμβες (1971) με όλα τα μέλη τους στη φυλακή και άρχιζε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα (στα σπάργανα ακόμα) η κριτική των παλιών, ήταν η ίδια. “Μα αυτά είναι αναποτελεσματικά”. Και ήταν. Το 1971. Τι έγινε, όμως, το 1973;»
Δεν πρόλαβα να του εξηγήσω ότι στο θέμα σχέσεων πολιτικής και Κοινωνίας των Πολιτών παραμένω πιστός μαθητής του. Ότι δεν θεωρώ τα κόμματα ΜΟΝΑΔΙΚΟΥΣ εκφραστές της πολιτικής, αλλά διακρίνω -ως παιδική ασθένεια, ίσως, της Κοινωνίας των Πολιτών- μια μοδάτη άρνηση της πολιτικής που εκφράζεται με το επιφανειακό όσο και μηδενιστικό «όλοι ίδιοι είναι», «τα κόμματα (και δη εξουσίας) δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτε». Δεν ξέρω αν ο ίδιος ήταν στην συγκέντρωση, αλλά είμαι σίγουρος, ότι δεν ήταν από αυτούς που μούντζωσαν το κοινοβούλιο. Αν ζούσε θα σκαρφιζόταν ένα τρόπο να μπολιάσει τη Βουλή με τα αιτήματα της Κοινωνίας των Πολιτών που τόσο υπερπροστάτευε, ακόμη και από τους φίλους της, σαν την αφεντιά μου.
Ελπίζω ότι πολλοί θα συνεχίζουν το έργο που άφησε στη μέση.
Ομιλία στην εκδήλωση «Νικήτας Λιοναράκης In Memoriam, Η κοινωνία Πολιτών στο Σύνταγμα», Αθήνα 21.11.2007