Οι καθηγητές, ο κ. Σωμερίτης και ο αντιδικτατορικός αγώνας
Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τα κείμενα του κ. Βέλτσου. Το βασικό τους πρόβλημα είναι πως δομούνται με φιλοσοφικές ακροβασίες των ‘60ς (όπως μάλιστα αποδόθηκαν στα ελληνικά χάρη στα μεταφραστικά ελλείμματα της εποχής), μεθόδους σκέψης που κάποτε έλαμψαν λόγω της παραδοξότητάς τους, αλλά έσβησαν εξαιτίας της αδυναμίας να επιτελέσουν αυτό για το οποίο κάθε κείμενο γράφεται: να μεταφέρει πληροφορία ή έστω Λόγο. Το τελευταίο πόνημα του καθηγητή, ποιητή και πάνω απ’ όλα πρωθυπουργικού φίλου κ. Γιώργου Βέλτσου γράφτηκε ειδικά για να ψέξει τον αρθρογράφο κ. Ριχάρδου Σωμερίτη. Ο τελευταίος απετόλμησε να γράψει για όλους όσους γνώριζαν τα εγκλήματα της 17 Νοέμβρη: «πώς αποδέχτηκαν τόσους νεκρούς, τόσους τραυματίες, τόσες καταστροφές χωρίς να πουν τίποτε, αποφεύγοντας λεβέντικα(;) ακόμη και μια “μελέτη” που ίσως να βοηθούσε σε κάτι; Οφείλουν όλοι να μας το πουν και να μας εξηγήσουν τι σημαίνει “πολίτης δημοκρατικής χώρας”, και δη καθηγητής, με αίσθημα ευθύνης δικαιωμάτων αλλά και υποχρεώσεων».
Σ’ αυτό απάντησε ο πρωθυπουργικός φίλος κατηγορώντας τον κ. Σωμερίτη ότι ενισχύει «τις θέσεις υπέρ της παγκοσμιοποίησης και στον συντονισμένο χαφιεδισμό. Φάρμα των ζώων;» (Γ. Βέλτσος: «Το ιδεώδες», ΝΕΑ 23.8.2002). «Βέβαια», συνεχίζει ο κ. Βέλτσος, «οι τέως επαναστάτες υπήρξαν επαναστάτες επί χούντας, δηλαδή αντιστασιακοί….». Επειδή σ’ αυτή η χώρα στις 25 Ιουλίου του 1974 είχε 9 εκατομμύρια αντιστασιακούς και με τα λόγια κτίστηκαν ανώγια και κατώγια (ειδικά στους καφενέδες πέριξ της πλατείας Καρτιέ Λατέν), πολλοί νεώτεροι θα ήθελαν να μάθουν τις περγαμηνές των «επαναστατών επί χούντας» που αναφέρει ο καθηγητής της Παντείου, δηλαδή των κ.κ. Δ. Σκαρπαλέζου, Γ. Ανδρεάδη, Γ. Βέλτσου και άλλων. Το μόνο δεδομένο που έχουμε είναι πως είχαν τις επαναστατικές προθέσεις -οι οποίες, όπως δείχνουν τα πράγματα, παραμένουν ζωντανές- αντίσταση δεν είδαμε. Αντίθετα οι κατηγορούμενοι σήμερα για «δαιμονοποίηση της Αριστεράς» όπως ο κ. Μίκης Θεοδωράκης όργωναν την Ευρώπη κάνοντας συναυλίες που ξεσήκωναν την Ευρώπη κατά της δικτατορίας. Ή όπως ο κ. Ριχάρδος Σωμερίτης, ο οποίος σήμερα εγκαλείται από τον πρωθυπουργικό φίλο για «γκρίζα σοσιαλδημοκρατική απόκλιση», εξέδιδε με δικά του έξοδα και μοίραζε μόνος του το εβδομαδιαίο αντιδικτατορικό έντυπο «Athènes-Presse Libre» (η Mοντ το χαρακτήρισε ως την καλύτερη πηγή ειδήσεων για την Ελλάδα) επί επτά συναπτά χρόνια (315 τεύχη!) ενημερώνοντας τους διαμορφωτές της διεθνούς κοινής γνώμης και πολιτικής για ό,τι διέπραττε η στρατιωτική δικτατορία.
Βεβαία ουδείς δύναται να συζητήσει σοβαρά την ψυχαναλυτική θεώρηση του κ. Βέλτσου στο πρόβλημα της τρομοκρατίας: «Ας εγκωμιάσουμε το “έργο του θανάτου” με μνησικακία εκλαμβανόμενη ως παραλογισμός της δύναμης που χωρίστηκε από αυτό που μπορεί. Και για τους τέως νέους με τα επαναστατικά ιδεώδη πρόκειται για μια βούληση που θέλει τη ζωή». Μπορεί να έχει δίκιο στο τελευταίο ο κ. καθηγητής. Είναι πολλοί οι τέως νέοι με βούληση για ζωή και πολλοί οι γέροι με βούληση το γκρίζο που και οι δύο «οδηγούνται από την φενάκη του ιδεώδους». Μόνο που η βούληση για τις «γκρίζες αργόσυρτες δημοκρατικές διαδικασίες» δεν τρέφεται από το αίμα αθώων θυμάτων. Η βούληση κάποιων για τη νιότη παρασιτικά τρεφόταν από αίμα, ή έστω το δικαιολογούσε έργω και λόγω…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24.8.2002