Στην Ελλάδα, όσο συρρικνώνονται οι κυκλοφορίες των εφημερίδων, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των τίτλων.
Είναι αστείο, αλλά απέναντι από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε κάποιον τοίχο του υπουργείου Τύπου, υπάρχει αναγραμμένο το σύνθημα: «Κάτω οι νόμοι της αγοράς». Κάποιοι κακεντρεχείς πιθανώς να σκέφτηκαν ότι το υπογράφει ο κ. Θοδωρής Ρουσόπουλος ή ο κ. Χρήστος Πρωτόπαπας ή ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος ή κάποιος άλλος από αυτούς που κατά καιρούς θήτευσαν στην ηγεσία ενός υπουργείου, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον υπόλοιπο κόσμο. Διότι, αυτό που είναι (έστω παράλογο) αίτημα του χώρου που την Τρίτη καταργούσε τον νέο νόμο για τα ΑΕΙ, όλες οι κυβερνήσεις το έκαναν πραγματικότητα. Σε μια χώρα όπου καταστρατηγούνται όλοι οι νόμοι, δεν θα μπορούσαν να γλιτώσουν οι νόμοι της αγοράς.
Αυτοί οι νόμοι, για παράδειγμα, προβλέπουν ότι όταν πέφτουν οι πωλήσεις ενός προϊόντος, μειώνονται και οι επιχειρήσεις που το παράγουν. Στην Ελλάδα, όσο συρρικνώνονται οι κυκλοφορίες των εφημερίδων, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των τίτλων. Το παραπάνω μπορεί να φαίνεται παράλογο, αποτελεί όμως μια οικονομικά ορθολογική επιλογή. Οι περισσότερες εφημερίδες δεν ζουν από τις πωλήσεις ή τις διαφημίσεις, αλλά από τις καλές σχέσεις με κάθε κυβέρνηση. Είναι, λοιπόν, οικονομικά αποδοτικό η εκτύπωση χαρτιού χωρίς περιεχόμενο και η ανάρτησή του στο περίπτερο. Αρκούν μερικά «ζήτω» για κάθε εξουσία, για να επιβιώνουν επιχειρήσεις που έπρεπε να είχαν κλείσει προ πολλού και να πλουτίζουν οι εκδότες χρεοκοπημένων εταιρειών.
Το πρόβλημα δεν είναι η στρέβλωση της αγοράς. Είναι η κακοποίηση του Τύπου, ο οποίος σε άλλες χώρες αποτελεί πυλώνα της Δημοκρατίας. Οι εκδότες που προσπαθούν να βελτιώσουν το προϊόν τους δεν έχουν στα κρατικά κονδύλια μοίρα, ενώ οι άδειοι τίτλοι των ανταγωνιστών τους μπουκώνουν με κρατικό χρήμα. Με δεδομένο, δε, ότι το κράτος και οι παραφυάδες του είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της ελληνικής αγοράς (ακόμη και στη διαφημιστική δαπάνη), έχουμε το φαινόμενο στραγγαλισμού των υγιών (κι ενοχλητικών στην εξουσία) εκδοτών με ταυτόχρονη επιβράβευση των αεριτζήδων. Ο νόμος του Γκρίσαμ, «το κακό νόμισμα διώχνει το καλό», ισχύει και στα ΜΜΕ.
Αυτό όμως πνίγει την ενημέρωση στο πέλαγος της αναξιοπιστίας. Ακόμη και τα καλά προϊόντα χρωματίζονται από τα βρώμικα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από είκοσι χρόνια κάθε νέος τίτλος έκανε ρεκόρ πωλήσεων 100-150.000 αντίτυπα. Οι πολίτες δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις υπάρχουσες εφημερίδες, αλλά ήλπιζαν ότι οι νέες θα ήταν καλύτερες. Σήμερα όλοι αδιαφορούν για κάθε νέο φύλλο. Η βιομηχανία του Τύπου έχασε συνολικά την αξιοπιστία της.
Ενα παλιό σύνθημα της Αριστεράς έλεγε: «Η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα». Κατά παράδοξο τρόπο, αυτό που αποτελεί αίτημα είναι πραγματικότητα στην αγορά των ΜΜΕ. Ποτέ στην Ελλάδα η ενημέρωση δεν θεωρήθηκε εμπόρευμα. Ισως γι’ αυτό δεν υπήρξε και ποτέ ενημέρωση. Οι επιχειρήσεις ΜΜΕ ήταν μοχλός είτε πολιτικών («αν δεν με κάνεις υπουργό, βγάζω εφημερίδα») είτε οικονομικών συμφερόντων («μη με ρίξεις στα έργα, έχω κανάλι»). Οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ δεν θεωρήθηκαν ποτέ επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να έχουν ορθολογική διαχείριση και κέρδη. Κυρίως ήταν εργαλεία καλών σχέσεων με την πολιτική εξουσία.
Γι’ αυτό ίσως να ήρθε η ώρα αναβάθμισης της πληροφόρησης στο επίπεδο εμπορεύματος. Αν ξεφύγουμε από τα σημερινά της κρατικοδίαιτης ενημέρωσης, πιθανότατα θα μπορέσουμε να αναβαθμίσουμε την ενημέρωση σε αυτό που πρέπει να είναι, σε κοινωνικό αγαθό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.12.2007