Οι κεϊνσιανές πολιτικές είναι και πολιτικά αδιέξοδες, διότι η νέου τύπου ευημερία που προσδοκά η μεσαία τάξη δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τις επιδοτήσεις. Αν δεν γίνουν αλλαγές για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της χαμηλής παραγωγικότητας, η κοινωνική οργή θα συσσωρεύεται.
Εχει δίκιο στην κοινωνιολογική ανάλυσή του ο καθηγητής του Αριστοτελείου κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος για το γαλλικό δημοψήφισμα που κατέληξε στο «κοινωνικό τσουνάμι του ΟΧΙ».
«Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα βαθύ και αυθεντικό κοινωνικό όχι, με μια πραγματικότητα η οποία αντιστέκεται και απορρίπτει την πολιτική τάξη, το ίδιο το πολιτικό σύστημα», γράφει ο κ. Πανταζόπουλος και σημειώνει: «Επιβεβαιώθηκε ότι για κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως είναι με τον τρόπο τους οι νοτιο-ευρωπαϊκοί, οι οποίοι διαπνέονται από μία “εθνικο-λαϊκή κουλτούρα”, αντιστεκόμενοι έτσι στην περισσότερο ή λιγότερο (νεο)φιλελεύθερη κοινοτιστική αγγλο-σαξονοποίησή τους, η κοινωνική αφετηρία των συμμαχιών δεν μπορεί παρά να είναι ο “λαός”. Είναι ακριβώς η ανάδυση ενός παραγνωρισμένου και ηθικο-πολιτικά υποτιμημένου από τις ελίτ “λαού” και η εξ αυτού συνεπαγόμενη λαϊκιστική πόλωση, η οποία τινάζει στον αέρα όλα τα σενάρια της κεντρομόλας φιλελεύθερης ρύθμισης». («Γαλλικό “όχι”: Από πού πάνε για το “μεσαίο χώρο”;», Ελευθεροτυπία 1.6.2005).
Ωραία! Ολα αυτά ισχύουν. Το «διά ταύτα» πού βρίσκεται; Αν και δουλειά των επιστημόνων είναι να παρατηρούν τον κόσμο (και ο κ. Πανταζόπουλος το κάνει επιτυχώς), το ερώτημα είναι ρητορικό και αφορά την Αριστερά. Ποιος είναι ο άλλος εφικτός κόσμος; Πώς μπορεί να είναι «δίκαιος» και παραγωγικός συνάμα; Να επιδοτεί τους αγρότες του πρώτου κόσμου και να μην λιμοκτονούν οι αγρότες του Τρίτου; Πώς θα δημιουργηθούν πραγματικά κίνητρα για αύξηση της παραγωγής και όχι έωλα μέχρι μεταφυσικά (π.χ. σταχανοβιτισμός); Ποια είναι η νοτιοευρωπαϊκή απάντηση στη «(νέο)φιλελεύθερη κοινοτιστική αγγλο-σαξονοποίηση»; Φοβάμαι ότι η απάντηση δεν υπάρχει κι αυτό γιατί από την ανάλυση της Αριστεράς λείπει (βολικά;) αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε οικοδόμημα. «It’s the economy stupid», που αναφώνησε κάποτε ο σύμβουλος του κ. Μπιλ Κλίντον, ο κ. Τζέιμς Κάρβιλ.
Οι κεϊνσιανές πολιτικές που έκαναν το ευρωπαϊκό μεταπολεμικό θαύμα έχουν όρια. Και σε έκταση και σε βάθος χρόνου. Κι αυτό, γιατί η αίσθηση της φτώχειας αλλάζει ανάλογα με το επίπεδο ευημερίας κάθε κοινωνίας. Στην κατεστραμμένη Ευρώπη υπήρχε νόημα να χρηματοδοτείς κάποιον για να ανοίγει τρύπες και μετά να τις κλείνει. Τα χρήματα που του έδινε το κράτος γι’ αυτήν την αντιπαραγωγική εργασία δημιουργούσαν ζήτηση, αλλά για χαμηλής εξειδίκευσης, άρα και τοπικά, προϊόντα (τρόφιμα, ένδυση, στέγη, άντε και ένα «σκαραβαίο»).
Σήμερα, αυτοί που αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί στις κοινωνικές έρευνες και ψηφίζουν ως οργισμένοι στα δημοψηφίσματα ή στις εκλογές έχουν κατακτήσει το βιοτικό επίπεδο που η τοπική παραγωγή μπορεί να τους προσφέρει. Είναι οιονεί φτωχοί, διότι επιθυμούν ένα καταναλωτικό πρότυπο που προσφέρει μόνον η παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Το 70% των Γάλλων αγροτών που ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα δεν πεινάνε ώστε να τους ανακουφίσει μια κεϊνσιανού τύπου πολιτική. Συγκρίνουν, αφενός την άνοδο του βιοτικού επιπέδου που είχαν τα τελευταία χρόνια με την τωρινή στασιμότητα (ή και την πιθανή υποχώρηση) και το καταναλωτικό πρότυπο των εγχώριων ή εξωχώριων «ελίτ» με το δικό τους. Επιθυμούν (και καλά κάνουν) το καλό αυτοκίνητο, τα ταξίδια στο εξωτερικό, ηλεκτρονικές συσκευές τελευταίου τύπου κ.λπ. Η νέα ζήτηση, δηλαδή, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από την εγχώρια παραγωγή και οι επιδοτήσεις όχι μόνο δεν φτιάχνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην εθνική οικονομία, αλλά αντιθέτως ενισχύουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των πιο φιλελευθέρων και παραγωγικών οικονομιών που παράγουν αυτά τα νέα προϊόντα.
Κάπως έτσι έληξε άδοξα και το κεϊνσιανό πείραμα της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Τα χρήματα του Α΄ Κοινοτικού Πλαισίου και του εξωτερικού δανεισμού που σκόρπισε στην ελληνική οικονομία δεν έγιναν σπινθήρας για ανάπτυξη, αλλά για μαζικές εισαγωγές.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι η παραγωγικότητα και δυστυχώς απ’ ό,τι είδαμε μέχρι σήμερα τουλάχιστον αυτή επιτυγχάνεται με φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Δεν επιτυγχάνεται με διόγκωση του κράτους και αύξηση των επιδοτήσεων σε αντιπαραγωγικούς τομείς, όπως μέχρι σήμερα οι εθισμένες στον κρατισμό κοινωνίες έχουν συνηθίσει.
Άρα, οι συκοφαντημένες «πολιτικές ελίτ» της Δυτικής Ευρώπης έχουν ένα πραγματικό πρόβλημα. Ξέρουν καταρχήν ότι οι κεϊνσιανές πολιτικές είναι αδιέξοδες, πολιτικά και οικονομικά. Οικονομικά είναι σαφές και μόνον οι γνήσιοι κομμουνιστές δεν το καταλαβαίνουν. Πολιτικά, είναι αδιέξοδες διότι η νέου τύπου ευημερία που προσδοκά η μεσαία τάξη δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τις επιδοτήσεις. Και 3.000 ευρώ ανά μήνα να πάρουν οι αγρότες, θα θελήσουν 3.500 τον επόμενο χρόνο. Μην ξεχνάμε ότι οι κατεξοχήν ευνοημένη τάξη από την Ε.Ε., οι Γάλλοι αγρότες, ψήφισαν μαζικά κατά του Ευρωσυντάγματος.
Πραγματικά εκφράσθηκε οργή και φόβος των πολιτών διά του δημοψηφίσματος στη Γαλλία. Η μεσαία και η εργατική τάξη οργίζεται, διότι ένα μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης έχει χρεοκοπήσει και το νέο δεν τους είναι πολύ σαφές -αφήστε, δε, το γεγονός ότι είναι πολύ συκοφαντημένο.
Αν πρέπει να κατηγορήσει κάποιος για κάτι τις «πολιτικές ελίτ» της Ευρώπης, είναι ότι δεν προσφέρουν ένα νέο, αλλά σε πραγματικές βάσεις, όραμα στους πολίτες. Γνωρίζουν ότι πρέπει να κάνουν τομές, αλλά τις κάνουν σαν να ντρέπονται. Δεν πρωτοπορούν και δεν εξηγούν. Τις παρουσιάζουν ως αναγκαίο κακό. Συντηρούν, όμως, έτσι, μαζί με τις πολλαπλώς βολεμένες πνευματικές ελίτ, τους αντιπαραγωγικούς μύθους ότι ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός. Μόνον που οι φιλελεύθερες τομές αποτελούν μονόδρομο και όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο καλό είναι να μας δείξουν το δεύτερο δρόμο που μπορεί να είναι εφικτός. Προς το παρόν, μας δείχνουν το παρελθόν, το οποίο όμως δεν δουλεύει πια. Όταν μας δείξουν το μέλλον, θα το κοιτάξουμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9.6.2005