Το κλειδί της επιτυχίας σε μια εποχή που πνιγόμαστε σε δωρεάν περιεχόμενο είναι η επένδυση στην ποιότητα των παραγωγών του επί πληρωμή περιεχομένου.
«Σε ότι αφορά τις εφημερίδες τα αλλάξαμε όλα εκτός από το πιο σημαντικό. Αλλάξαμε χαρτιά, βάλαμε χρώμα, κάναμε ωραία γραφικά, δείξαμε ωραίες φωτογραφίες αλλά ξεχάσαμε το βασικό μας προϊόν. Οι άνθρωποι αγοράζουν εφημερίδα για να διαβάζουν. Θέλουν ζωντανές, έγκυρες, καλογραμμένες ιστορίες… Ζητούν να μεταφράζουμε τον πολύπλοκο κόσμο στη lingua franca της τοπικής κοινωνίας που ζει… Η πρόκληση για τις εφημερίδες δεν είναι ούτε η τιμή, ούτε η ηλικία, αλλά η συνάφεια με την κοινωνία και τις αναζητήσεις της…»
Ο ψηλός 45άρης Γκάβιν Ο’Ράιλι, πρόεδρος της «Εθνικής Ένωσης Εκδοτών Ιρλανδίας», συνόψισε στην ομιλία του τους βασικούς προβληματισμούς που κυριάρχησαν στο «56ο Συνέδριο Εφημερίδων» το οποίο έγινε την περασμένη εβδομάδα στο Δουβλίνο. Οι τίτλοι εξάλλου των δύο παράλληλων φόρουμ της διοργάνωσης ήταν ενδεικτικοί: «Δημοσιογραφική αρτιότητα σε δύσκολους καιρούς» και «Στρατηγική νίκης σε ένα μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον».
Οι εφημερίδες όλου του κόσμου αντιμετωπίζουν προβλήματα. Βέβαια για το εξωτερικό πρόβλημα -άξιο μελέτης και προβληματισμού- ήταν η πτώση των παγκόσμιων κυκλοφοριών κατά 0,35% τον περασμένο χρόνο (-6,5% ήταν για την Ελλάδα, η μεγαλύτερη πτώση στην Ε.Ε.) μετά από μια πενταετία ανόδου (συνολικά 5,1%). Το πρόβλημα επικεντρώνεται στο γεγονός ότι υπάρχει πλέον πολύ δωρεάν περιεχόμενο, κυρίως από το διαδίκτυο και τις εφημερίδες του «Μετρό». Η απάντηση, όμως, σ’ αυτό όμως είναι το καλύτερο περιεχόμενο των παραδοσιακών εφημερίδων. «Το ποιοτικό περιεχόμενο είναι πολύ ακριβό για να παραχθεί και εξαιρετικά πολύτιμο στους αναγνώστες για να δοθεί δωρεάν», είπε ο διευθυντής της αμερικανικής εφημερίδας «Αλμπερκούκι Τζόρναλ», Ντον Φρίντμαν.
Το καλό περιεχόμενο όμως θέλει επιδέξιους ανθρώπους. Δημοσιογράφους που να μπορούν να το παράγουν. Το πρόβλημα αυτό δεν λύνεται με τεχνολογία ή επενδύσεις στον εξοπλισμό και τις μηχανές (κάποια από τα καλύτερα έργα του ανθρώπινου πνεύματος γράφτηκαν με φτερό, κάποια με υπολογιστή και κάποια καταγράφτηκαν σε μαρμάρινες πλάκες), αλλά με σοβαρές επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό. Κι εδώ έγκειται η ειρωνεία, που τόνισαν πολλοί ομιλητές του συνεδρίου: ενώ οι εφημερίδες γράφουν για την μετάβαση στην κοινωνία της γνώσης, επισημαίνουν την ανάγκη διαρκούς επανεκπαίδευσης του προσωπικού και τη δια βίου μάθηση, πολύ λίγες επιχειρήσεις Τύπου επενδύουν σ’ αυτό. (Σ.Σ.: αναφερόμαστε σε παγκόσμια κλίμακα -για την Ελλάδα παραείναι πονεμένη η συζήτηση). Οι δημοσιογράφοι έχουν καταντήσει μηχανές παραγωγής περιεχομένου -άτσαλου και ρηχού- με αποτέλεσμα πολλοί από τους αναγνώστες να έχουν εμβαθύνει περισσότερο στα θέματα τα οποία πραγματεύονται οι εφημερίδες, απ’ ότι οι δημοσιογράφοι. Το χειρότερο; Κάθε φορά που ο αναγνώστης βρίσκει ελλιπές ένα θέμα δεν απαξιώνει στη συνείδησή του μόνο το θέμα, αλλά το προϊόν συνολικά. Την εφημερίδα.
Το κλειδί λοιπόν σε μια εποχή που πνιγόμαστε σε δωρεάν περιεχόμενο είναι η επένδυση στην ποιότητα των παραγωγών του επί πληρωμή περιεχομένου. Αυτό το ξέρουν καλά οι Ιρλανδοί εκδότες, των οποίων τα Κυριακάτικα φύλλα (μισά σε χαρτί απ’ ότι η μέση ελληνική κυριακάτικη εφημερίδα) πωλούνται έναντι 1,8 ευρώ. Και παρά το γεγονός ότι την τελευταία πενταετία απήλαυσαν μια αύξηση κυκλοφοριών κατά 6,1% δεν είναι ευχαριστημένοι. «Οι μεγαλύτεροι εχθροί των εφημερίδων μας, είμαστε εμείς οι εκδότες» είπε ο Γκάβιν Ο’Ράιλι…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 15.6.2003