Η απουσία της δημοσιογραφικής δεοντολογίας από τα ΜΜΕ είναι μια εμφανής ασθένεια, την οποία -όπως έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία- κανένας νόμος δεν μπορεί να θεραπεύσει.
Aλλος ένας (ανόητος αυτή τη φορά) νόμος κατέπεσε στην πράξη. Οι τηλεοπτικές μεταδόσεις από τη διακομιδή στο νοσοκομείο του κατηγορουμένου για την αποτρόπαια δολοφονία της Σαντορίνης, η φωτογραφία του που δημοσιεύτηκε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, έγιναν κατά παράβαση του νόμου Πετσάλνικου, ο οποίος ψηφίστηκε το 2003. Ετσι απέμεινε άλλο ένα κενό γράμμα στην ελληνική νομοθεσία και μία (1) μόνο καταδίκη ενός μικρού τηλεοπτικού σταθμού της Πάτρας, ο οποίος δημοσιοποίησε συνέντευξη ενός κατηγορουμένου, με τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου!
Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι στην περίπτωση της Σαντορίνης η ενοχή του κατηγορουμένου είναι πασιφανής και το έγκλημα αποτρόπαιο, οπότε τα ΜΜΕ είχαν υποχρέωση να δείξουν στον ελληνικό λαό το πρόσωπο του «κτήνους» (όπως χαρακτηρίστηκε ο κατηγορούμενος σε ένα κανάλι). Κάποιοι άλλοι θα αντιτείνουν ότι ο πρόσφατος νόμος Χατζηγάκη επιτρέπει τη δημοσιοποίηση των στοιχείων του κατηγορουμένου, όταν τα εγκλήματα κρίνονται «ιδιαιτέρως ειδεχθή» και το έγκλημα στη Σαντορίνη είναι κατά κοινή ομολογία τέτοιο.
Μόνο που: πρώτον, δεν αρκεί η «κοινή ομολογία» για να επιτραπεί η δημοσιοποίηση των στοιχείων ενός κατηγορουμένου. Απαιτείται και εισαγγελική άδεια. Δεύτερον, σ’ αυτές τις δικαιολογίες βρίσκεται η ασθένεια που ο νόμος του 2003 θέλησε να θεραπεύσει, αλλά στην ουσία χειροτέρευσε.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και το πιο «πασιφανές έγκλημα» δεν είναι παρά «έγκλημα υπό διερεύνηση από τη δικαιοσύνη» και ο «δολοφόνος» δεν είναι παρά «κατηγορούμενος για δολοφονία» (επιπλέον δεν είναι «κτήνος»). Πέρα από τους νόμους και τις προσταγές του κράτους, η δημοσιογραφική δεοντολογία αυτά επιβάλλει. Ακόμη και για εγκλήματα που συνταράσσουν, σαν αυτό της Σαντορίνης. Ο δημοσιογράφος -αν και πρέπει να έχει το δικαίωμα να δημοσιεύει τα πάντα- δεν είναι δικαστής για να κρίνει την ενοχή κάποιου, ακόμη και όταν η ενοχή είναι πασιφανής. Τα ΜΜΕ δημοσιεύουν απλώς τα γεγονότα και όχι τις προβολές των στο μέλλον. Και παρά το γεγονός ότι ο 31χρονος της Σαντορίνης θα κριθεί «ένοχος για ιδιαιτέρως ειδεχθή δολοφονία», σήμερα έχουμε ένα μόνο στοιχείο: ότι κατηγορείται για ειδεχθή δολοφονία.
Η υπόθεση του ατυχούς νόμου Πετσάλνικου -που απαγορεύει τη δημοσιοποίηση των προσωπικών στοιχείων των κατηγορουμένων- και του εξίσου ατυχούς νόμου Χατζηγάκη -που το επιτρέπει μόνο όταν τα εγκλήματα κρίνονται από εισαγγελέα ειδεχθή- αποδεικνύει ένα πράγμα: οι νόμοι ακόμη κι αν έχουν τις καλύτερες προθέσεις δεν θεραπεύουν κοινωνικές παθογένειες. Απλώς τις καλύπτουν με απαγορεύσεις. Χειρότερα: χρησιμοποιούνται επιλεκτικά και εκτός από ανόητοι καταλήγουν να γίνονται άδικοι.
Η απουσία της δημοσιογραφικής δεοντολογίας από τα ΜΜΕ είναι μια εμφανής ασθένεια, την οποία -όπως έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία- κανένας νόμος δεν μπορεί να θεραπεύσει. Μπορεί να εξαλειφθεί μόνο όταν γίνει μια ουσιαστική συζήτηση μέσα στον δημοσιογραφικό χώρο και τα μέλη του κατανοήσουν ότι η απουσία δεοντολογίας δεν είναι απλώς ένα ηθικό παράπτωμα. Είναι ανοησία που πλήττει πρωτίστως τη δουλειά τους. Κι αυτό διότι δουλειά των δημοσιογράφων είναι μόνο η δημοσιοποίηση πραγματικών στοιχείων όχι η, άρρητη έστω, έκδοση δικαστικών αποφάσεων.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8.8.2008