Μήπως ο κ. Διονύσης Σαββόπουλος είναι αιχμάλωτος της λατρείας των θαυμαστών του και βρέθηκε σακατεμένος από δημοσιεύματα που τον εγκαλούσαν για το σκετς της Καλομοίρας;
Το καλύτερο ίσως βιβλίο του αμερικανού συγγραφέα ιστοριών φρίκης Στέφεν Κινγκ είναι το «Misery» (1987, στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Bell» το 2003 κι έγινε ταινία το 1990). Σ’ αυτό το έργο, κάποιος φανταστικός συγγραφέας ονόματι Πολ Σέλντον κινδυνεύει να πεθάνει σε αυτοκινητιστικό ατύχημα κατά την διάρκεια μιας χιονοθύελλας . Σώζεται από μια φανατική αναγνώστριά του η οποία τον περιθάλπει στο μικρό της σπίτι στο Κολοράντο. Εκείνη, τρελή από θαυμασμό για το είδωλο της και τον φυλακίζει σακατεύοντας μάλιστα τα πόδια του για να μην ξεφύγει. Θέλει να είναι μόνο δικός της, να γράψει το επόμενο του βιβλίο μόνο γι’ αυτή. Η ιστορία κλιμακώνεται -και φυσικά δεν πρόκειται να αναφέρω το τέλος.
Αυτή η φανταστική ιστορία ήρθε στο νου μου διαβάζοντας τη διαμάχη που ξέσπασε σχετικά με την συναυλία του κ. Διονύση Σαββόπουλου στο Ηρώδειο. Στη θέση του φανταστικού συγγραφέα βρέθηκε αυτή την εβδομάδα ο κ. Διονύσης Σαββόπουλος. Μπορεί ο μεγάλος καλλιτέχνης να είναι αιχμάλωτος της λατρείας των θαυμαστών του και βρέθηκε σακατεμένος από δημοσιεύματα που τον εγκαλούσαν για το σκετς της Καλομοίρας;
Παρένθεση για όσους έχασαν την είδηση: Την περασμένη εβδομάδα ο κ. Διονύσης Σαββόπουλος γιόρτασε τα 40 χρόνια μουσικής του με δύο μουσικοθεατρικές εκδηλώσεις στο Ηρώδειο. Σε ένα από τα σκετς εμφανίστηκε μια μεγάλη τούρτα απ’ όπου ξεπήδησε η γνωστή από τα ριάλιτι σόου (τρόπον τινά) τραγουδίστρια Καλομοίρα, για να άδει (τρόπον τινά και σε στιλ Μερλίν Μονρόε) το «χάπι Μπέρθντεϊ του γιου». Το μικρό αυτό σκετς -2,5 λεπτών- στη δεκαετία του ’60 θα ξεσήκωνε σάλο για την «προσβολή στο Ηρώδειο». Ήταν η εποχή του καθωσπρεπισμού. Στην εικοσαετία ’70-‘80 θα ξεσήκωνες τη μήνι των Αριστερών γιατί ήταν αμερικανόπνευστο. Ήταν η εποχή του αντιαμερικανισμού. Σήμερα εξόργισε διότι δι’ αυτού του τρόπου νομιμοποιούνται τα σκουπίδια της τηλεόρασης τύπου «Fame Story».
Οι αντιδράσεις βέβαια σε τίποτε δεν θυμίζουν τα πάθη του παρελθόντος. Και στη δεκαετία του ’60 και στην επόμενη εικοσαετία η οργή θα ήταν μεγάλη. Για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Σήμερα -είτε γιατί οι μάχες περί τον πολιτισμό ξεθύμαναν, είτε γιατί οι ανατροπές Σαββόπουλου στο παρελθόν δικαιώθηκαν- υπήρξαν σποραδικά μόνο επικριτικά δημοσιεύματα.
Στους επικριτές του ο κ. Σαββόπουλος αντεπιτέθηκε εναντίον των -κατά τον ίδιο- «κατεστημένων προοδευτικούληδων» με πλειάδα συνεντεύξεων. Η καλύτερη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» όπου αναρωτήθηκε δημόσια: «Ποιόν έπρεπε να βγάλω από την τούρτα δηλαδή; Τον Μίκη Θεοδωράκη;» (Νέα 30.7.2004, Συνέντευξη στη Χάρη Ποντίδα).
Αυτή είναι η ιστορία και μακάριοι όσοι μπορούν να τοποθετηθούν κατηγορηματικά απέναντι στην νέα πρόκληση Σαββόπουλου -σαν κάποιο φίλο που σχεδόν βίαια απάντησε «Ναι, ρε! Τον Θεοδωράκη έπρεπε να βγάλει από την τούρτα. Αυτό θα ήταν ανατροπή!». Πιο ειλικρινής ήταν ο τεχνοκριτικός κ. Φώτης Απέργης που έβγαλε την αμηχανία του μέσα από ένα διάλογο με τον εαυτό του:
« – Δεν γλύκανε [Σ.Σ. ο Νιόνιος]. Βολεύτηκε. Κάποτε πηγαίναμε στον Σαββόπουλο για να ακούσουμε για να ακούσουμε καινούργια τραγούδια, να μάθουμε το νέο αίτημα, να μοιραστούμε την καινούργια αιχμή (…)
» – [Η Καλομοίρα] Ένα ανάλαφρο χάπενινγκ ήταν. Σαν κερασάκι την αντιμετώπισε. Αυτή που στην τηλεόραση είναι ολόκληρη τούρτα. Ποια νομιμοποίηση λοιπόν;» (Ελευθεροτυπία 31.7.2004)
Πολλοί, όπως και ο υπογράφων ένιωσαν μπερδεμένοι από την πρωτοβουλία με το κατά Σαββόπουλο «Καλομοιράκι». Μέσα μας αντιπαλεύουν και πάλι οι στίχοι του μεγάλου καλλιτέχνη. Ο πρώτος εξετάζει τη σχέση των συντηρητικών κάθε εποχής με την τέχνη: «δεν μας ακούς που τραγουδάμε με φωνές ηλεκτρικές/ ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε τις βασικές σου τις αρχές…». Ο άλλος λοιδορεί τους καλλιτέχνες με τα φτηνά τρικ: «Σ’ αυτά διαπρέπουν κάτι ατσίδες, κάτι μίμοι κάτι νάνοι/ στα ρεζιλίκια μας τοκίζοντας ποτέ κανείς δεν χάνει…»
Υ.Γ. Στο πιο γουστόζικο κομμάτι της προαναφερθείσας συνέντευξης ο κ. Σαββόπουλος αναφέρει: «Στα εφηβικά μας πάρτι πάντα τύχαινε μια δύστροπη που με ρωτούσε: Αυτή γιατί την κάλεσες αφού δεν είναι της δικής μας παρέας; Μα, επειδή μού αρέσει και ακριβώς γιατί είναι από άλλη παρέα. Όλοι περνούσαν υπέροχα και η δύστροπη κατέβαζε μούτρα.» Μπορεί εκεί να βρίσκεται η απάντηση σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του Νιόνιου. Μπορεί για τον Σαββόπουλο όλα αυτά να είναι ένα εφηβικό πάρτι, που εμείς παρεξηγήσαμε και το βάλαμε σε εβένινους πύργους…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 1.8.2004