Στη Πρωσία του Μεγάλου Φρειδερίκου οι πολίτες πίστευαν ότι «υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο». Στην σημερινή Ελλάδα πιστεύουν ότι «υπάρχουν τηλεπαρουσιαστές στην Αθήνα».
Ήταν γροθιά στο στομάχι το χθεσινό δελτίο του τηλεοπτικού σταθμού «Alter». Ένας Λαρισαίος, ο οποίος (κατά δήλωσή του) δολοφόνησε τη σύζυγό του μετά την αποτρόπαιο πράξη του πήρε το λεωφορείο, πήγε στο σταθμό, συνάντησε τον κ. Νίκο Ευαγγελάτο, έδωσε συνέντευξη και μετά παραδόθηκε στην Ελληνική Αστυνομία! Η συνέντευξη μεταδόθηκε μαγνητοσκοπημένη στο κεντρικό δελτίο του σταθμού με τον τίτλο «Μόλις σκότωσα τη γυναίκα μου…».
Αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση πιθανότατα έχουμε να κάνουμε με κάποια διαταραγμένη προσωπικότητα (το ιατρικό ιστορικό του ανθρώπου και η ψυχραιμία με την οποία έδωσε τη συνέντευξη προς αυτό συνηγορούν) εγείρεται και πάλι ένα τεράστιο θέμα. Ποια είναι η επίδραση της τηλεόρασης στο φαντασιακό των πολιτών και ποια η πραγματική συνεισφορά ή δύναμή της;
Σε έναν ευνομούμενο τόπο καθείς μπορεί να φαντασιώνεται ό,τι θέλει. Μπορεί να θεωρεί τον κ. Νίκο Χατζηνικολάου αρχάγγελο της κάθαρσης στην εκκλησία, τον κ. Νίκο Ευαγγελάτο τον καλύτερο δικαστή της χώρας, και την κ. Αννίτα Πάνια ισάξια του Καρλ Γιουνγκ στην ψυχανάλυση. Το φαντασιακό δεν ελέγχεται. Πρόβλημα δημιουργείται αν το πραγματικό δικαιώνει το φαντασιακό. Και στην Ελλάδα, δυστυχώς, αυτό ισχύει.
Στο έργο του «Ο Μυλωνάς του Σαν Σουσί» ο θεατρικός συγγραφέας του 18ου αιώνα Αντρέ αναφέρει ένα πραγματικό (όπως ο ίδιος ισχυρίζεται) περιστατικό: όταν ο αυτοκράτωρ της Πρωσίας Φρειδερίκος ο Μέγας έκανε τα σχέδια για να χτίσει το εξοχικό του στο Σαν Σουσί διαπίστωσε ότι ένας μύλος του έκοβε τη θέα. Βρήκε το μυλωνά και του πρόσφερε ένα μεγάλο ποσό για να αγοράσει το μύλο, με σκοπό να τον γκρεμίσει. Ο μυλωνάς αρνήθηκε σθεναρά και ο αυτοκράτωρ οργίστηκε. «Δεν ξέρεις ότι, αν θέλω, μπορώ να πάρω διά της βίας τον μύλο και να μην πληρώσω τίποτε;» ρώτησε ο Φρειδερίκος. «Φυσικά, μπορείς να το κάνεις», αποκρίθηκε ο μυλωνάς, «αν δεν έχουν απομείνει δικαστές στο Βερολίνο».
Αυτός ο διάλογος, ο οποίος έμεινε παραφρασμένος στην ιστορία («Υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο»), αναφέρεται από πολλούς ως παράδειγμα της γέννησης του κράτους δικαίου στην Ευρώπη, ενός κράτους που τολμούσε να αντισταθεί στην απολυταρχία της εκτελεστικής εξουσίας και κυρίως αποκτούσε την εμπιστοσύνη του λαού.
Τι θα έλεγε όμως ο αντίστοιχος μυλωνάς σε αυθαιρεσίες της εκτεταμένης εκτελεστικής εξουσίας στην Ελλάδα; «Υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα;», ή «υπάρχουν τηλεπαρουσιαστές στην Αθήνα;» Οι περισσότεροι λένε το δεύτερο. Η απαξίωση των θεσμών αφήνει μόνο μια απειλή στους (πραγματικά, είτε κατά φαντασίαν) αδικημένους: «θα πάω στα κανάλια».
Αυτό δεν είναι τωρινό φαινόμενο και δεν σχετίζεται με την μεγάλη κρίση που ζει, λόγω σκανδάλων, η Δικαιοσύνη. Ούτε οφείλεται στην καλή (ή, συνηθέστερα, κακή) δουλειά που κάνουν τα κανάλια. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης στους θεσμούς οφείλεται κυρίως στους λειτουργούς του, οι οποίοι με πράξεις και παραλείψεις άφησαν ελεύθερο πεδίο στην αποκαλούμενη «4η εξουσία» να γίνει μοναδικός προστάτης των αδυνάτων.
Μην πυροβολείτε, λοιπόν, τα κανάλια! Κάνουν χείριστη δουλειά, αλλά δεν φταίνε αυτά αν οι πολίτες νιώθουν ότι πλέον μόνο εκεί μπορούν να βρουν το (αληθινό ή φανταστικό) δίκιο τους. Δεν υποκαθιστούν τους θεσμούς. Τρύπες των τελευταίων βουλώνουν. Τις περισσότερες φορές άσχημα, ελάχιστες φορές καλά.
Είναι δευτερεύον το αίτημα, λοιπόν, να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους τα κανάλια. Προέχει να κερδίσουν οι θεσμοί την εμπιστοσύνη του κόσμου. Να ξέρει κάθε πολίτης αυτής της χώρας ότι «υπάρχουν δικαστές, υπουργοί, και νομοθέτες στην Αθήνα». Κι αυτό μόνο οι δικαστές, υπουργοί, και νομοθέτες μπορούν να το κάνουν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.4.2005