Oι ισχυροί μεσάζοντες της πνευματικής δουλειάς (μιλάμε για τα μεγαθήρια των media διεθνώς) κλέβουν διά της νομοθετικής θέσπισης μονοπωλιακών δικαιωμάτων έργα από τον δημόσιο χώρο.
Στη σχεδόν μυστική διαβούλευση που ξεκίνησε ο «Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας» (ΟΠΙ) για θέματα πειρατείας στο Διαδίκτυο υπάρχει μια παραδοχή που πρέπει να προσέξουμε: «Η πειρατεία» αναγράφεται στην επίσημη πρόσκληση της περίεργης «διαβούλευσης» με… ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που ξεκίνησε το υπουργείο Πολιτισμού, «έχει ως συνέπεια πρωτίστως την αποδυνάμωση της πολιτιστικής παραγωγής καθώς οι εμπλεκόμενοι στην αλυσίδα της πολιτιστικής παραγωγής στερούνται της νόμιμης αμοιβής τους». Οπως απέδειξε όμως η τρίμηνη απεργία των σεναριογράφων στις ΗΠΑ, οι δημιουργοί στερούνται της νόμιμης αμοιβής των, επειδή οι εταιρείες – μεσάζοντες των πολιτιστικών αγαθών, απλώς δεν πληρώνουν τους δημιουργούς. Ούτε καν το ψωραλέο 2% από τις εισπράξεις των έργων που διακινούν με νέα μέσα.
Το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι τεράστιο και δυστυχώς ασυζήτητο στη χώρα. Ξεκίνησε ως κίνητρο για να παράγουν οι δημιουργοί πολιτιστικά προϊόντα, αλλά κατέληξε ένας μηχανισμός προστασίας των κερδών που απολάμβαναν οι μεσάζοντες των πολιτιστικών προϊόντων. Κυρίως, χρόνο με το χρόνο γίνεται διά νομοθετημάτων ένας μηχανισμός καταπάτησης του πνευματικού δημοσίου χώρου.
Η πνευματική ιδιοκτησία χαρακτηρίστηκε ως «ένα λάθος επίθετο για ένα λάθος ουσιαστικό» (Χάρλαν Κλίβελαντ). Είναι ένα ιδιόρρυθμο νομικό κατασκεύασμα, ένα τεχνητό μονοπώλιο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να πληρώνονται οι δημιουργοί. Οι πρώτοι νόμοι σε Βρετανία και ΗΠΑ κατοχύρωναν την αποκλειστική εκμετάλλευση των έργων από τους δημιουργούς για 28 και 14 χρόνια αντίστοιχα. Κατόπιν τα έργα γινόταν δημόσια περιουσία. Οποιοσδήποτε μπορούσε να τα αναπαράγει.
Σήμερα υπό το πρόσχημα του κινήτρου στους δημιουργούς η πνευματική ιδιοκτησία εκτείνεται στα 70 χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού, λες και κάποιος μπορεί να συγγράψει ή να συνθέσει και μετά τον… θάνατό του. Η νομοθετική όμως επέκταση του ιδιότυπου μονοπωλίου βολεύει περισσότερο τις εταιρείες που διακινούν τα έργα (οι οποίες παίρνουν και τη μερίδα του λέοντος από τις εισπράξεις: σήμερα στις ΗΠΑ οι δημιουργοί αμείβονται με 2% – 5% επί των εισπράξεων) και όχι τους συγγραφείς καλλιτέχνες κ.λπ. Σίγουρα δεν βολεύει την κοινωνία, αφού πολλά έργα των αρχών του περασμένου αιώνα, που σήμερα θα ήταν δημόσιο κτήμα, δεν μπορούν να αναπαραχθούν ελεύθερα. Στην ουσία δηλαδή οι ισχυροί μεσάζοντες της πνευματικής δουλειάς (μιλάμε για τα μεγαθήρια των media διεθνώς) κλέβουν διά της νομοθετικής θέσπισης μονοπωλιακών δικαιωμάτων έργα από τον δημόσιο χώρο. «Για πολλές ταινίες του Χόλιγουντ», έγραψε ο νομικός του Στάνφορντ Λόρενς Λέσινγκ, «τα δικαιώματα ιδιοκτησίας ζουν περισσότερο από το φιλμ στο οποίο έχουν καταγραφεί».
Αυτή η ιδιότυπη και νομοθετημένη κλοπή δεν είναι ένα απλό ηθικό παράπτωμα. Αν μπορούσε να εφαρμοστεί θα είχε μόνιμες και καταστροφικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Ολόκληρο το θαύμα του δυτικού πολιτισμού βασίστηκε στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Υπήρχαν μεν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά παράλληλα υπήρχε η άρρητη συμφωνία «πειρατείας» των. Διά της εκπαίδευσης και των δημοσίων βιβλιοθηκών τα πνευματικά έργα μπορούσαν να γίνουν κτήμα οποιουδήποτε. Ακόμη και των «μη εχόντων και κατεχόντων». Η κοινωνική κινητικότητα είχε ως όχημα τη γνώση. Αν εφαρμοζόταν ένα δρακόντειο σύστημα κατοχύρωσης των πνευματικών δικαιωμάτων -σαν αυτό που ανεπιτυχώς επιχειρούν να επιβάλουν διά της καταπολέμησης της «πειρατείας» οι εταιρείες των media, όλα θα πάγωναν. Η ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών επέτρεψε σε ένα υπάλληλο του γραφείου πατεντών της Βέρνης να γίνει Αϊνστάιν. Αν έπρεπε να πληρώσει αυτά που ζητούν σήμερα οι εκδότες των επιστημονικών επιθεωρήσεων για απλή ανάγνωση των εργασιών, ο Γερμανοεβραίος επιστήμονας θα είχε συνταξιοδοτηθεί από το ελβετικό δημόσιο.
Σήμερα υπάρχει μια ολομέτωπη επίθεση των εταιρειών media στον δημόσιο χώρο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις γραφικότητες της δικής μας ΑΕΠΙ, που μηνύει περιπτεράδες διότι άκουγαν τραγούδια στο τρανζίστορ, αλλά: 1) Συζητείται και νέα επέκταση των δικαιωμάτων στα 100 χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού. Αυτό έχει και μια «παραεπιχειρηματική» εξήγηση. Μόλις πλησιάζει το τέλος της κατοχύρωσης των έργων της Disney (π.χ. Μίκυ Μάους) επεκτείνεται κατ’ αρχήν στις ΗΠΑ και μετά σε όλο τον κόσμο ο χρόνος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. 2) Οι εταιρείες βιοτεχνολογίας πατεντάρουν τη γονιδιακή δομή φυτών και ζώων που βρίσκονται στη φύση. Παράγουν φάρμακα, που η πνευματική ιδιοκτησία τα κάνει πολύ ακριβά για τους πληθυσμούς του τρίτου κόσμου, οι οποίοι αποδεκατίζονται από σύγχρονες ασθένειες π.χ. έιτζ. 3) Επιχειρείται ποινικοποίηση της ανταλλαγής αρχείων, κάτι που προσπαθεί τώρα και το δικό μας υπουργείο Πολιτισμού. Η «δικαιολογημένη χρήση» (π.χ. δανεισμός ενός βιβλίου ή δίσκου) που παλιά ήταν αναφαίρετο δικαίωμα ενός αγοραστή πνευματικού έργου σε λίγο θα θεωρείται «πειρατεία». Εδώ πρέπει να γίνει μία διαφοροποίηση: φυσικά και είναι πειρατεία η αναπαραγωγή ενός έργου προς πώληση. Σ’ αυτή όμως την υπαρκτή κλοπή, πολλές εταιρείες πατούν για να ποινικοποιήσουν προηγούμενες δικαιολογημένες χρήσεις πνευματικών έργων, ή να επεκτείνουν δικαιώματα ιδιοκτησίας μέσα στον δημόσιο χώρο.
Τελικά, μπορεί η πειρατεία να σκοτώνει το 2%-5% των αμοιβών που διεθνώς παίρνουν οι δημιουργοί (στη μικρή αγορά της Ελλάδος είναι περισσότερα), η διαρκής όμως επέκταση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σκοτώνει τη δημιουργία.
Τρεις το software, τρεις το hardware…
Κανείς δεν ξέρει πόση είναι ακριβώς η πειρατεία των πνευματικών αγαθών σήμερα. Κατά καιρούς οι οργανισμοί που ιδρύθηκαν από τις εταιρείες δημοσιοποιούν διάφορα εντυπωσιακά νούμερα, τα οποία μπορεί να χρησιμεύουν στα διάφορα λόμπι για να κάνουν πιο αυστηρή τη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας, σπανίως όμως προσεγγίζουν την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, πέρυσι, διέρρευσε στη Washington Post από ανώνυμους κύκλους των αμερικανικών επιχειρήσεων πνευματικής ιδιοκτησίας ότι το συνολικό ύψος της πειρατείας στον κόσμο ήταν 250 δισ. δολάρια ετησίως. Μικρή λεπτομέρεια: όλος ο τζίρος της βιομηχανίας πνευματικών προϊόντων των ΗΠΑ το 2006 ήταν 56,6 δισ. δολάρια. Το νούμερο ήταν απλώς φτιαχτό.
Τα νούμερα φουσκώνουν νομότυπα. Για παράδειγμα, η Business Software Alliance (BSA) υπολογίζει την παγκόσμια πειρατεία λογισμικού στα 50 δισ. δολάρια ετησίως. Το νούμερο αυτό βγαίνει από την εγκατεστημένη βάση ηλεκτρονικών υπολογιστών, με μια μέθοδο όμως που θυμίζει «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο». Δεν λαμβάνει υπόψη σημαντικές παραμέτρους, όπως ποιος θα αγόραζε λογισμικό, αν δεν το είχε πειρατικό; Καλώς ή κακώς, η διάχυση της πληροφορικής τεχνολογίας στηρίχθηκε στην πειρατεία του λογισμικού. Αυτό σημαίνει ότι αν υπήρχε τρόπος να πλήρωναν όλοι το λογισμικό, πολλοί λιγότεροι υπολογιστές θα πωλούνταν σε όλο τον κόσμο και τα έσοδα των εταιρειών πάλι θα ήταν μειωμένα. Από την άλλη ένα μεγάλο κομμάτι της πειρατείας οφείλεται απλώς στην περιέργεια των χρηστών. Πολλοί «κατεβάζουν» παράνομα software όχι για χρήση, αλλά για απλή δοκιμή. Δεν θα το έκαναν αν έπρεπε να το πληρώνουν.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι πειρατεία υπάρχει, αλλά όχι στα μεγέθη που οι διάφοροι οργανισμοί δημοσιοποιούν. Και από αυτό το μικρότερο μέγεθος, ένα ελάχιστο οφείλεται στους διάφορους ατσίδες που πωλούν προς ίδιον όφελος πνευματικά έργα άλλων.
Ιnfo
Η απουσία διαλόγου στη χώρα για τη φύση και τις επιπτώσεις της πνευματικής ιδιοκτησίας φαίνεται στη φτωχή βιβλιογραφία, η οποία περιλαμβάνει μόνο κάποια νομικά βιβλία με κορυφαίο του ειδικού Γ. Κουμάντου.
-Γεώργιος Κουμάντος, «Πνευματική ιδιοκτησία», εκδ. Σάκκουλας
-Ronald V. Bettig και Herbert I. Schiller, «Copyrighting Culture: The Political Economy of Intellectual Property», εκδ. Westview Press.
-Lawrence Lessig, «Free Culture: How Big Media Uses Technology and the Law to Lock Down Culture and Control Creativity», εκδ. Penguin. Διατίθεται και δωρεάν για μη εμπορική χρήση από το www.lessig.org
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.3.2008