Βρίθει παραλογισμών η ελληνική νομοθεσία, ώστε αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει κάποιος που πραγματικά βουλεύεται στην Πλατεία Συντάγματος.
Καλά που υπάρχει και «Συνασπισμός της Προόδου κ.λπ.», ο οποίος προωθώντας τους παραλογισμούς της ελληνικής κοινωνίας, ταυτόχρονα τους αναδεικνύει. Αυτό ακριβώς κάνει η ερώτηση του κ. Γιάννη Δραγασάκη σχετικά με τους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ και την «παράνομη διαφήμιση και διοργάνωση μαθημάτων προετοιμασίας».
Με ερώτησή του προς τους υπουργούς Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Οικονομίας και Οικονομικών ο βουλευτής του «ΣΥΝ» μας υπενθυμίζει ότι ο νόμος 2190/1994 (δηλαδή ο «νόμος Πεπονή») ορίζει ρητά τα εξής: «Απαγορεύεται η λειτουργία ιδιωτικών φροντιστηρίων ή η οργάνωση προγραμμάτων ή μαθημάτων από ιδιωτικά φροντιστήρια ή ‘‘ινστιτούτα” ή σχολές, περιλαμβανομένων και εκείνων που λειτουργούν ως παραρτήματα ή κατ’ εξουσιοδότηση σχολών της αλλοδαπής, κάθε βαθμίδας και μορφής, για προετοιμασία συμμετοχής σε διαγωνισμούς καθιερούμενους ή προβλεπόμενους με τον παρόντα νόμο. Παράβαση της παρούσας διάταξης από σχολές, φροντιστήρια, “ινστιτούτα”, κέντρα κ.λπ. οποιασδήποτε ονομασίας, που λειτουργούν για υποψηφίους άλλων κατηγοριών, συνεπάγεται την αφαίρεση άδειας λειτουργίας, με κοινή απόφαση των υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»
Ο κ. Δραγασάκης καταγγέλλει ότι «παρά τα όσα κατηγορηματικώς προβλέπει ο νόμος, στην πραγματικότητα, σε εκατοντάδες φροντιστήρια και ιδιωτικά Ινστιτούτα, δημιουργούνται παράνομα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ». Εξαιτίας δε της παρανομίας, ανθεί ένα τεράστιο κύκλωμα παραοικονομίας με τεράστια και αδήλωτα στην εφορία κέρδη.
Είναι εκπληκτικό, αλλά το παραπάνω νομοθέτημα καταφέρνει με ένα σμπάρο τρία τρυγόνια. Κατ’ αρχήν γεννά παραοικονομία εκατομμυρίων. Δεύτερον, δημιουργεί ένα ακόμη νεκρό γράμμα του νόμου (αφού υπάρχουν πλέον χιλιάδες «σχολές, φροντιστήρια, “ινστιτούτα”, κέντρα κ.λπ.» που το καταστρατηγούν) και τέλος εκθεμελιώνει την κοινή λογική.
Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά: Ο «νόμος Πεπονή» συντάχθηκε και ψηφίστηκε για δύο λόγους. Αφενός για να περιορίσει τις πελατειακές σχέσεις στην Ελλάδα και αφετέρου να μπαίνουν δι’ εξετάσεων στο Δημόσιο οι ικανότεροι και πιο διαβασμένοι.
Τα απαγορευμένα φροντιστήρια, φυσικά δεν υποσκάπτουν τον πρώτο στόχο. Είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν κάποιος πρέπει να γράψει καλά για να μπει στο Δημόσιο. Τώρα αν ο υποψήφιος προκειμένου να γράψει καλά κάνει φροντιστήρια ή αν προσεύχεται ή αν το ρίχνει στο διαλογισμό δεν αφορά και δεν πρέπει να αφορά τους εξεταστές, δηλαδή το κράτος.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο στόχο, τον ενισχύουν. Δηλαδή, το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι ξανακάθονται στα θρανία και μαθαίνουν κάποια πράγματα, είναι θετικό και για το Δημόσιο και για την ελληνική κοινωνία.
Γιατί όμως το ελληνικό κοινοβούλιο έφτιαξε έναν ακόμη νεκρό νόμο, ο οποίος μάλιστα προωθεί τη φοροδιαφυγή; Διότι, προφανώς, κυριάρχησε η απλοϊκή σοσιαλιστική σκέψη των δήθεν «ίσων ευκαιριών». Οι συντάκτες του νομοσχεδίου είχαν στο νου τους έναν ιδεατό φτωχοπρόδρομο, που δεν έχει τα μέσα να πληρώσει φροντιστήρια ώστε να βρει μια θέση στον ήλιο. Έτσι θέσπισαν μια συνολική και παράλογη απαγόρευση για να προστατεύσουν κάποιον, ο οποίος πιθανότατα δεν υπάρχει. Φυσικά δεν σκέφτηκαν ότι ο νόμος δεν μπορούσε να εφαρμοστεί (πώς να γίνει αυτό άλλωστε;), ούτε ότι ενίσχυαν τη φοροδιαφυγή. Τον ψήφισαν για να έχουν ήσυχη τη σοσιαλιστική τους συνείδηση και να μπορεί ο «ΣΥΝ» να πουλά επανάσταση για την μη εφαρμογή του νόμου.
Αλλά ακόμη κι αν μπορούσε να εφαρμοστεί θα καταστρατηγούσε έτι περισσότερο την επιδιωκόμενη πολιτική των ίσων ευκαιριών. Ας υποθέσουμε ότι υπήρχε ένα τόσο αποτελεσματικό κράτος και μπορούσε άμεσα να εντοπίσει και να κλείσει αυτά τα φροντιστήρια. Τι θα γινόταν; Κάποιοι θα έκαναν «ιδιαίτερα μαθήματα». Έτσι θα ανέβαινε πολύ περισσότερο το κόστος προετοιμασίας, αποκλείοντας πραγματικά τα φτωχότερα στρώματα. Διότι πεντακόσια ευρώ (τόσο υπολογίζεται το κόστος προετοιμασίας σήμερα) μπορούν να βρεθούν. Δύο με τρεις χιλιάδες που θα κόστιζαν τα ιδιαίτερα είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν.
Βρίθει παραλογισμών η ελληνική νομοθεσία, ώστε αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει κάποιος που πραγματικά βουλεύεται στην Πλατεία Συντάγματος. Αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος η απάντηση δυστυχώς είναι όχι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.11.2005