Όλοι εκείνοι οι οποίοι ορθώς ισχυρίζονται «ότι η Τουρκία δεν είναι Βέλγιο για να τα βρούμε» αντιτίθεται μετά βδελυγμίας και στην προοπτική να γίνει η Τουρκία … Βέλγιο.
Ένα από τα βασικά σπορ στα οποία επιδίδονται διάφοροι πολιτικοί και αναλυτές στη χώρα μας είναι εκείνο του συνεπούς ανορθολογισμού. Το έχουμε συναντήσει πολλάκις (π.χ. τρομοκρατία και Αριστερά), αλλά εκεί που η παραδοξολογία έχει μετατραπεί σε επιστήμη των στερεοτύπων είναι στο χώρο των διεθνών σχέσεων, ειδικά σε ότι αφορά τα ελληνοτουρκικά. Οι αναλύσεις αγγίζουν πάντα τις συναισθηματικές χορδές του έθνους και σπανίως τον ορθό λόγο.
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα όσων πιστεύουν στην στρατηγική της έντασης με την Τουρκία αποτελεί αυτό που χονδρικά εξεφράσθη ως εξής: «Τι να κάνουμε! Δυστυχώς η Ελλάδα δεν είναι Γαλλία και η Τουρκία δεν είναι Βέλγιο, ώστε να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!»
Έχουν δίκιο: μπορεί η Ελλάδα να μοιάζει σε πολλά με τη Γαλλία (είναι στην Ε.Ε., έχει ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς, ξέρει ότι η εθνική επιβίωση περνά μέσα από την οικονομική ανάπτυξη κ.λ.π.), η Τουρκία όμως δεν είναι επ’ ουδενί Βέλγιο: βρίθει αντιδημοκρατικών θεσμών, καταπιέζει τις μειονότητες, ταλανίζεται από πολιτικές και οικονομικές κρίσεις οι οποίες πολλές φορές εξάγονται κ.λ.π.
Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι όλοι εκείνοι οι οποίοι ορθώς ισχυρίζονται «ότι η Τουρκία δεν είναι Βέλγιο για να τα βρούμε» αντιτίθεται μετά βδελυγμίας και στην προοπτική να γίνει η Τουρκία … Βέλγιο. Οι ίδιοι άνθρωποι που κλαυθμηρίζουν περί της «κακής μας τύχης να έχουμε μια ασιατική (άρα επιθετική) Τουρκία» δίπλα μας, αντιτίθενται στην προοπτική της ευρωπαϊκής Τουρκίας! Και για να το κάνουμε πιο λιανά: για να μπει η γείτων στην Ε.Ε. πρέπει να αλλάξει ριζικά. Αυτό το εξασφαλίσουν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης: Μια Τουρκία με αντιδημοκρατικές δομές, που καταπιέζει τις μειονότητες, που απαγορεύει τις θρησκευτικές ελευθερίες, που ασκεί επιθετική πολιτική στους γείτονες, δεν βλέπει Ευρώπη ούτε με το κιάλι. Η Τουρκία πρέπει να γίνει κατ’ ουσίαν Βέλγιο για να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αν και κατά πόσον η Τουρκία θα διαβεί το κατώφλι της Ε.Ε. είναι θέμα τεράστιας συζήτησης. Εξαρτάται κατ’ αρχήν από τους ίδιους τους Τούρκους (αν εκπληρώσουν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης), από τους Ευρωπαίους εταίρους (πολλοί προβληματίζονται) και από μας. Στη χώρα μας όμως προέχει να γίνει ένας δημόσιος διάλογος κατ’ αρχήν με πραγματικούς όρους και κατά δεύτερον με ελάχιστη συνέπεια. Μπορούμε να τον κάνουμε;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 5.11.2002