Δεν υπάρχει ξένη οδός για έξοδο της χώρας από την κρίση.
Κακά μαντάτα μάς ήρθαν από το Βερολίνο. Η εκρηκτική άνοδος του ξενοφοβικού κόμματος AfD (υπερδιπλασίασε το ποσοστό του: από 4,7% σε 12,6%) διαψεύδει τις θεωρίες για άμεση συνάρτηση της ανόδου της ανεργίας με την άνοδο της Ακροδεξιάς. Δείχνει ότι ακόμη και χώρες που γνωρίζουν οικονομική άνθηση δεν είναι άτρωτες στη σύγχρονη πολιτική ασθένεια του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Κι αυτό είναι κακό για τη Γερμανία, για την Ευρώπη, αλλά και για τον κόσμο.
Το αποτέλεσμα είναι διπλά κακό για την Ελλάδα. Η αλλαγή του πολιτικού χάρτη στη Γερμανία δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την αλληλεγγύη προς τη χώρα μας. Αν και το FDP δήλωσε μετεκλογικώς ότι δεν θα αντιταχθεί στο ελληνικό πρόγραμμα, τα πράγματα θα δυσκολέψουν περισσότερο. Η δε αισιοδοξία του κ. Δημήτρη Παπαδημούλη ότι η αρνητική επιρροή των Φιλελευθέρων θα εξισορροπηθεί από τους Πράσινους (ΣΚΑΪ 24.9.2017) δεν αποτελεί παρηγοριά. Να θυμίσουμε ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ προέβλεπε και νίκη Σουλτς σε αυτές τις εκλογές, για να αποδειχθεί στο τέλος ότι οι Σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν το χειρότερο μεταπολεμικό ποσοστό τους.
Χειρότερο δε όλων είναι πως μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα είναι πιο δύσκολη και από το να πετύχει κάποιος το τζακ ποτ του Λόττο. Κι αυτό, διότι με παραβλέψεις, ψέματα και λάθη η χώρα βρίσκεται πάντα επί ξυρού ακμής. Θέλει, λέει, να επιτύχει καλά αποτελέσματα διά της πολιτικής διαπραγμάτευσης, ενώ τα πολιτικά δεδομένα αλλάζουν διαρκώς. Αντί να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις που θα της δώσουν βαθμούς ελευθερίας μέσα σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, προσπαθεί να επιτύχει πολιτικές ισορροπίες στις σχέσεις με τους εταίρους. Ακόμη κι αν τα κατάφερνε, πρόκειται για άσκηση μεγάλου κόστους με εξαιρετικά ασταθή αποτελέσματα. Ετσι, μένουμε κολλημένοι στο γυαλί, περιμένοντας τα νούμερα των γερμανικών εκλογών, όπως οι φανατικοί του Λόττο περιμένουν τα αποτελέσματα της κλήρωσης. Και φυσικά πάντα απογοητευόμαστε.
Δεν υπάρχει ξένη οδός για έξοδο της χώρας από την κρίση. Οι εταίροι, οι δανειστές, οι αγορές μπορούν απλώς να διευκολύνουν ή να δυσκολέψουν τον δρόμο. Αν οι πολιτικές δυνάμεις δεν αναλάβουν την ιδιοκτησία των προγραμμάτων, αν η κυβέρνηση δεν αφήσει τα προπαγανδιστικά φρου φρου, αν οι υπουργοί δεν στρωθούν στη δουλειά αντί να κάνουν τουρισμό εξόδοις των φορολογουμένων κι αν ο πρωθυπουργός δεν πρωθυπουργεύσει, κάθε εξέλιξη θα είναι αρνητική. Κι αυτό, γιατί οι θετικές εξελίξεις –σε αντίθεση με το Λόττο– δεν είναι θέμα τύχης. Είναι θέμα καλής προετοιμασίας, κι αυτή με τη σειρά της προϊόν σκληρής δουλειάς. Επειδή όμως κυβερνιόμαστε από ιδεοληπτικούς, οι οποίοι –επιπλέον– δεν έχουν μάθει να δουλεύουν, τα πράγματα σε κάθε στροφή θα χειροτερεύουν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 26.9.2017