Τι ακριβώς προβλέπει το Σύνταγμα για την ευθύνη των υπουργών…
Η νομική θα έπρεπε να είναι ορθός λόγος. Ή έστω να εφάπτεται σ’ αυτόν. Δυστυχώς, όμως, η απονομή δικαίου πολλές φορές στρεβλώνεται. Είτε από την ιστορία, είτε από σκοπιμότητες, είτε συνήθως και από τα δύο, με αποτέλεσμα να αποξενώνεται ακόμη και από τη στοιχειώδη λογική. Κάπως έτσι πρέπει να γεννήθηκε και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Η ιστορία προηγούμενων πολιτικών διώξεων μαζί με τη σκοπιμότητα – είτε γιατί κάποιες πολιτικές αποφάσεις δεν μπορούν να κριθούν με τον αυστηρό πήχυ της δικαιοσύνης (π.χ. στις προμήθειες των εξοπλισμών μπαίνουν και διπλωματικά κριτήρια), είτε απλώς για να εξασφαλιστεί το ακαταδίωκτο – έφτιαξαν ένα νομοθετικό πλαίσιο που η απονομή της δικαιοσύνης εξαρτάται από την συχνότητα των εκλογικών αναμετρήσεων.
Το παράλογο του εν λόγω νόμου έχει επισημανθεί πολλάκις, αλλά τώρα δεν αφίσταται του ορθού λόγου μόνο ο νόμος, αλλά και η ερμηνεία του. Το άρθρο 86 του Συντάγματος, παράγραφος 2 είναι σαφές: «Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα (Σ.Σ.: εννοεί υπουργούς και υφυπουργούς) και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.» Καταρχήν το «αμελλητί», σύμφωνα με όλα τα λεξικά της ελληνικής, σημαίνει «αμέσως. Χωρίς χρονοτριβή». Δεν σημαίνει ούτε «σε λίγο», ούτε «σε καμιά δεκαριά μέρες για να δέσει η υπόθεση» όπως ισχυρίζονται μερικοί.
Δεύτερον: η φράση «διαβιβάζονται στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση» σημαίνει ακριβώς αυτό που λέει. Να το επαναλάβουμε: στη Βουλή τα στοιχεία στέλνει αυτός που διενεργεί την εξέταση. Ούτε ο προϊστάμενός του, ούτε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ούτε ο Θεός ο ίδιος. Κι αυτό για ένα λόγο παραπάνω: αν έμπαιναν τα στοιχεία στη βάσανο της ιεραρχίας το «αμελλητί» καταργείται. Μέχρι να το σκεφτεί ο προϊστάμενος, να το ξανασκεφτεί ο εισαγγελέας έχουν περάσει οι «καμιά δεκαριά μέρες». Στο ίδιο εδάφιο του Συντάγματος επίσης προβλέπεται «Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση (Σ.Σ.: υπουργών και υφυπουργών) …δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής».
Ας ξεχάσουμε την «δίωξη, ανάκριση και προανάκριση». Αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης (που επίσης σημαίνει ό,τι λέει η λέξη), όπως γίνεται τώρα με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου πάει ο οδηγός του ηγούμενου και πει στον εισαγγελέα ότι «εγώ πήγαινα κάθε μέρα τον Αγιο Εφραίμ στον Χ υπουργό» ο δικαστικός δεν μπορεί καν να διασταυρώσει τη μαρτυρία. Δεν μπορεί να καλέσει τον υπουργό ή υφυπουργό και να τον ρωτήσει αν η μαρτυρία ευσταθεί, πόσω δε μάλλον τι έλεγαν σ’ αυτά τα ραντεβού. Ομως κάποιος πρέπει να τους ρωτήσει. Συνεπώς τη δουλειά αυτή αναλαμβάνει μια επιτροπή της Βουλής, η οποία δεν μπορεί να είναι εξεταστική διότι τέτοιες επιτροπές συνήθως ξεκινούν με το ερώτημα «τι είναι η πατρίδα μας; Μην είναι η Βιστωνίδα;»
Γι’ αυτό κάποιος οφείλει να τους ρωτήσει: «τι έκανε ο Εφραίμ στο γραφείο σας;» Και αφού δεν μπορεί να το κάνει ο εισαγγελέας, σύμφωνα με το Σύνταγμα πρέπει να το κάνει μια προανακριτική επιτροπή…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.10.2008