Το Πολυτεχνείο, όπως όλα όσα αξίζουν να θυμόμαστε, ήταν αποτέλεσμα της συγκυρίας. Ήταν το ένα πράγμα που έφερε το άλλο με αποτέλεσμα εκείνες τις τρεις ημέρες του Νοέμβρη που συγκλόνισαν (εκ των υστέρων) την Ελλάδα.
Στην Κοζάνη, όπου η ντοπιολαλιά είναι περιπαικτική επί παντός, υπάρχει μια ιδιαίτερη έκφραση με την οποία οι κάτοικοί της σαρκάζουν τον θάνατο. Όταν θέλουν να πουν ότι κάποιος απεβίωσε χρησιμοποιούν την έκφραση «τις καμάρωσε». Ολόκληρη η έκφραση είναι «καμάρωσε τις μασκαρέτες». Αν και κανείς δεν ξέρει την πηγή της, βάσιμα εικάζεται ότι προέρχεται από τη στάση του νεκρού μέσα στο φέρετρο. Όπως είναι τοποθετημένος μοιάζει σα να κοιτά τα υποδήματά του και να καμαρώνει τις «μασκαρέτες» των παπουτσιών του.
Αν ένας Κοζανίτης έβλεπε χθες την πορεία το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόταν είναι ότι το «Πολυτεχνείο τις καμάρωσε». Καμάρωσε χρόνια τώρα τις μασκαρέτες της πολιτικής εκμετάλλευσης του. Το Πολυτεχνείο κατέληξε σαν όλα τα έθιμα. Κατάφερε να γίνει μια ανούσια λιτανεία φιλοδοξιών, μια γιορτή που έχει αναφορές στο χθες και όχι στο σήμερα, πολύ δε περισσότερο στο αύριο.
Είναι, πιθανώς, η μοίρα κάθε κομβικού σημείου της ιστορίας να εορτάζεται μέχρις ευθανασίας. Να ερμηνεύεται τόσες φορές και τόσο διασταλτικά ώστε τελικά να χάνει το νόημά του. Είναι η μοίρα κάθε εξέγερσης να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολιτικούς που εξυπηρετούν πρόσκαιρες σκοπιμότητες -τόσο πολύ ώστε τελικά να μην μείνει τίποτε από την πραγματικότητα. Είναι επίσης η μοίρα κάθε γεγονότος που αξίζει να θυμόμαστε να μεταφράζεται στη σημερινή συγκυρία, μετάφραση που απομυζά την ουσία εκείνου που προτάχθηκε τότε.
Τι ήταν λοιπόν το Πολυτεχνείο; Μην ήταν σύμβολο της παλλαϊκής αντίστασης του ελληνικού λαού στην δικτατορία; Φυσικά όχι, γιατί τέτοια παλλαϊκή αντίσταση δεν υπήρξε. Μην ήταν η σχεδιασμένη εξέγερση από τα κόμματα που διεκδικούν σήμερα την «πρωτοπορία της επανάστασης»; Φυσικά όχι, γιατί αυτά τα κόμματα που σήμερα λυμαίνονται τη μνήμη μιλούσαν για «προβοκάτορες που έπαιζαν το παιγνίδι της χούντας». Έχει γίνει θρύλος το φύλλο 8 της «Πανσπουδαστικής» (όργανο της φοιτητικής οργάνωσης του παράνομο τότε ΚΚΕ) που καταδίκασε με βαριές εκφράσεις την εξέγερση, όπως θα μείνει και ανέκδοτο η προσπάθεια σήμερα να πεισθούμε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε (αλλά προφανώς δεν πρόκαμε) να στείλει την συμπαράστασή του στους εξεγερθέντες.
Το Πολυτεχνείο, όπως όλα όσα αξίζουν να θυμόμαστε, ήταν αποτέλεσμα της συγκυρίας. Ήταν το ένα πράγμα που έφερε το άλλο με αποτέλεσμα εκείνες τις τρεις υπέροχες ημέρες του Νοέμβρη που συγκλόνισαν εκ των υστέρων την Ελλάδα.
Σ’ αυτές τις τρεις μέρες και στην νεανική αποκοτιά μερικών χιλιάδων κρεμάστηκε ένας λαός εννιά εκατομμυρίων (τόσοι ήταν οι αντιστασιακοί την 25 Ιουνίου του 1974), ο οποίος θέλησε να δείξει πως αντιστάθηκε ενάντια σε κείνους που του στέρησαν αυτό που για άλλους λαούς είναι το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο. Σ’ αυτή την αποκοτιά κρεμάστηκαν πολιτικοί σχεδιασμοί και πολιτικές φιλοδοξίες – για να το πούμε πιο απλά κρέμασαν πολλοί την καριέρα τους για την «επόμενη μέρα».
Έτσι γίνεται πάντα. Το έργο των λίγων -ήταν ελάχιστοι εκείνοι που συμμετείχαν πραγματικά στην Αντίσταση- το καρπώθηκαν κι επιχειρούν να το καρπωθούν πολλοί. Όλοι έχουν να πουν σήμερα κάτι για το Πολυτεχνείο, ότι δεν είπαν στις 15-17 Νοεμβρίου του 1973.
Γι’ αυτό το Πολυτεχνείο «καμάρωσε τις μασκαρέτες» πριν πολλά χρόνια. Ας το αφήσουν να αναπαυθεί εν ειρήνη…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 18.11.2004