Το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του δεν θέλει «να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση». Αφορά τη συνήθη πρακτική των κομμάτων. Κανείς δεν έχει την διάθεση ούτε την τόλμη να αναταράξει το τέλμα. Προτιμούν όλοι να βουλιάξουν σ’ αυτό…
Tι μάθαμε μέχρι σήμερα (τουλάχιστον επίσημα) για τη Siemens; Μάθαμε ότι πήρε ένα εκατομμύριο μάρκα ο κ. Θόδωρος Τσουκάτος. Και αυτό το ξέρουμε μισό: δεν γνωρίζουμε αν τα κράτησε ο ίδιος ή αν τα έδωσε στο ΠΑΣΟΚ. Επίσης δεν ξέρουμε αν τα έδωσε όλα στο ΠΑΣΟΚ ή κράτησε κάτι «για τον κόπο του».
Γνωρίζουμε επίσης -από μαρτυρίες από τη Γερμανία- ότι τα τελευταία χρόνια διακινήθηκαν στην Ελλάδα από τα μαύρα ταμεία της Siemens περί τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Από αυτά, ο ανακριτής βρήκε τον μίτο των 400.000 ευρώ. Δηλαδή οι ελληνικές δικαστικές αρχές ανακάλυψαν το 0,4% του ποσού που διακινήθηκε. Επειτα από δεκαοχτώ μήνες! Με δεδομένο ότι απομένει να ανακαλύψουμε το υπόλοιπο 99,6% του μαύρου χρήματος που μοιράστηκε, θα πρέπει (αναλογικά) να περιμένουμε άλλα 149 χρόνια για να μάθουμε όλη την αλήθεια.
Να υπενθυμίσουμε ότι στην αφρικανική Νιγηρία η υπόθεση κινήθηκε ταχύτερα και έφτασε σε περισσότερο βάθος. Η συνεργασία των νιγηριανών δικαστικών αρχών με τις ομόλογες γερμανικές απέδωσε καρπούς. Τον Οκτώβριο του 2007 εξεδόθη απόφαση όπου κατονομάζονται όσοι συμμετείχαν σε 77 συνολικά δωροδοκίες. Ανάμεσα στους Νιγηριανούς που αποκαλύφθηκε ότι πήραν χρήματα περιλαμβάνονται τέσσερις πρώην υπουργοί Επικοινωνιών, ένας γερουσιαστής και ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης. Εμείς απλώς βρήκαμε ένα πρώην βουλευτή και τον μίτο 400.000 μόλις ευρώ.
Είναι αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης αυτή και μάλιστα για ένα θέμα που «καίει» την πολιτική ζωή; Διότι το υπόλοιπο 99,6% του σκανδάλου διαχέεται σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα – και ας μη χαίρονται ιδιαίτερα οι μικρότεροι. Η απαξίωση της πολιτικής μπορεί να ανακατατάξει το πολιτικό σκηνικό, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο. Συνολικά συμπεράσματα -για να θεραπευτεί ή έστω να αμβλυνθεί η αθέμιτη επιρροή του πολιτικού χρήματος- δεν πρόκειται να βγουν και τα φαινόμενα θα επαναληφθούν.
Η ευθύνη γι’ αυτήν την κατά 99,6% αναποτελεσματικότητα δεν βαρύνει -τουλάχιστον όχι εξ ολοκλήρου- τη Δικαιοσύνη ούτε τον συγκεκριμένο δικαστικό λειτουργό. Αν η κυβέρνηση ήθελε την πραγματική διερεύνηση του σκανδάλου θα έδινε εντολή για έλεγχο από ομάδα εισαγγελέων και όχι από ένα μόνο ανακριτή, ο οποίος σημειωτέον έχει στην πλάτη του και άλλες πολλές πολύκροτες υποθέσεις, όπως είναι αυτή του Ζαχόπουλου. Θα συνέδραμε στο έργο της Δικαιοσύνης παντί τρόπω. Αν έβλεπε καθυστερήσεις, θα ρωτούσε «γιατί;» Αν διαπίστωνε κωλυσιεργία, θα έβαζε τις φωνές. Αν έβλεπε αντικειμενικές δυσκολίες, θα προσέθετε ανθρώπινους και υλικούς πόρους για να ολοκληρωθεί γρήγορα η έρευνα. Δεν μπορεί στη Γερμανία να ελέγχεται το σκάνδαλο από είκοσι εισαγγελείς και με τη συνδρομή της δικαστικής αστυνομίας, ενώ στην Ελλάδα από ένα μόνο ανακριτή, για τον οποίο, μάλιστα, η έρευνα για το συγκεκριμένο σκάνδαλο ήταν part time job.
Το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του -και πολύ περισσότερο η κυβέρνηση- δεν θέλει, παρά τα αντιθέτως λεχθέντα, «να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση». Αφορά τη συνήθη πρακτική των κομμάτων. Κανείς δεν έχει την διάθεση ούτε την τόλμη να αναταράξει το τέλμα. Προτιμούν όλοι να βουλιάξουν σ’ αυτό…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.7.2008