Μήπως έχει παραφρονήσει ο λαός μας και πρέπει το Υπουργείο Ανάπτυξης να μας διδάξει το ορθολογικά πράττειν;
Και να λοιπόν που οι εφημερίδες γέμισαν με διαφημίσεις της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου που θέλουν να μας πείσουν ότι πρέπει να «διαλέξουμε τα προϊόντα και υπηρεσίες που μας προσφέρουν την καλύτερη σχέση ποιότητας – τιμής». Φαντάζομαι πως οι επόμενες διαφημίσεις του Υπουργείου Ανάπτυξης θα έχουν τις εξής αιχμές: «Αν πεινάσετε, φάτε κάτι…» ή «αν διψάσετε, πιείτε κάτι…».
Η καμπάνια αυτή θέτει κάποια ερωτημάτων: Α) Μήπως έχει παραφρονήσει ο λαός μας και πρέπει το Υπουργείο Ανάπτυξης να μας διδάξει το ορθολογικά πράττειν; Τι άλλο μπορεί να πιστέψει κάποιος, αφού σύμφωνα πάντα με τις διακινούμενες κοινοτοπίες, ο λαός μαστίζεται από τη φτώχεια, αλλά παρ’ όλα αυτά επιμένει να διατηρεί υψηλά τις τιμές αγοράζοντας πανάκριβα τα προϊόντα; Β) Μήπως έχουν σαλτάρει από την γκρίνια στο Υπουργείο Ανάπτυξης κι άρχισαν να κυνηγούν ανεμόμυλους; Τι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος ακούγοντας τις διαρκείς ανακοινώσεις των υπουργών, υφυπουργών και παρατρεχάμενων λέγοντας ότι θα καταπολεμήσουν την ακρίβεια, λες και η ακρίβεια είναι γρίπη για να μοιράσουν αντιβιοτικά;
Για να το κάνουμε λιανά, όσο λιανά μπορεί να γίνει το αυτονόητο: Για να υπάρχει «ακρίβεια» κάποιοι τη συντηρούν κι αυτοί δεν είναι οι παραγωγοί. Η γαλοπούλα έχει 7€ ανά κιλό επειδή οι περισσότεροι καταναλωτές θεωρούν την τιμή λογική και αγοράζουν. Αν δεν την αγόραζαν, ή η τιμή θα έπεφτε ή το απόθεμα των παραγωγών θα πήγαινε στις χωματερές. Οι παραγωγοί θα ήθελαν να πουλούν 1.000 € το κιλό τα κολοκυθάκια. Για να τα πουλούν 3 € σημαίνει ότι οι καταναλωτές (που έχουν τον τελικό λόγο) είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν αυτή την τιμή – άσχετα αν μετά γκρινιάξουν, έτσι και τους τύχει στο δρόμο τους κανένα τηλεοπτικό συνεργείο.
Η φασαρία για την «ακρίβεια» στην αγορά είναι ένα μείγμα λαϊκισμού και «μετασοσιαλιστικού ρεαλισμού» στην ελληνική κοινωνία. Μετά από μια μακρά περίοδο διατίμησης των προϊόντων (όταν -θυμηθείτε!- πάλι γκρινιάζαμε για την ακρίβεια) ΜΜΕ και πολιτικοί βρήκαν ένα προσφιλές κι άκοπο θέμα για να κάνουν το κομμάτι τους. Περιδιαβαίνουν τις λαϊκές, καταγγέλλοντας γενικώς την «ακρίβεια» και ειδικώς (δίχως να το καταλαβαίνουν) τους καταναλωτές («πελάτες» τους).
Στα πλαίσια αυτού του «λαϊκιστικού μετασοσιαλισμού» το Υπουργείο Ανάπτυξης νιώθει ότι πρέπει κάτι να κάνει. Έτσι οι γραμματείς γίνονται φαρισαίοι κι αντί να ασχοληθούν με την ανάπτυξη (απλοποιώντας για παράδειγμα τις διαδικασίες δημιουργίας νέων επιχειρήσεων), ασχολούνται με την κατανάλωση. Εκεί φυσικά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Αν υπάρχουν π.χ. 1.000 κιλά ντομάτες στην αγορά και υπάρχουν 1.000 καταναλωτές διατεθειμένοι να δώσουν 2€ το κιλό, η τιμή -θέλει δεν θέλει ο κ. Τσοχατζόπουλος- θα διαμορφωθεί στα 2€. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ο υπουργός θα ήταν να επιτρέψει να παράγονται 2.000 κιλά έτσι ώστε η τιμή να πέσει στο 1€. Το τελευταίο όμως χρειάζεται πολιτική βούληση και μια σειρά ρήξεων σε όλο το εύρος του δημόσιου τομέα. Αυτές τις ρήξεις δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τις κάνουν και γι’ αυτό πορεύονται με ανόητες όσο και δαπανηρές διαφημίσεις στον πόλεμο κατά των ανεμόμυλων που χρόνια τώρα έχουν κηρύξει…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23.12.2002