Aντί να αντιπαλεύουμε το Μνημόνιο θα έπρεπε να διαπραγματευόμαστε σκληρά για μέτρα που θα απαλύνουν τις επιπτώσεις της προσαρμογής.
Τρία χρόνια τώρα η ελληνική κοινωνία και τα υποσυστήματά της είναι στην άμυνα. Υποτίθεται ότι αμύνονται στο Μνημόνιο, αλλά κατ’ ουσίαν αμύνονται στην πραγματικότητα της βαθιάς οικονομικής κρίσης που ζει η χώρα. Δυστυχώς για το Μνημόνιο ισχύει κάτι σαν αυτό που χαριτολόγησε ο Μαρκ Τουέιν. «Το κρεβάτι», είχε πει, «είναι το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου. Το 90% των ανθρώπων πεθαίνει εκεί». Κατά τον ίδιο τρόπο έγινε κοινή πεποίθηση στον πληθυσμό ότι τα Μνημόνια είναι οι πιο επικίνδυνες πολιτικές του κόσμου. Το 90% των επιχειρήσεων κλείνει εξαιτίας τους και το 90% των ανέργων έχασε τη δουλειά του επειδή εφαρμόζονται, έστω κουτσά, στραβά.
Κακά τα ψέματα! Με ή χωρίς Μνημόνιο η ελληνική «οικονομία του αέρα» δεν ήταν βιώσιμη. Το σκάσιμο της φούσκας ήταν αναπόφευκτο. Με το Μνημόνιο έγινε πιο σταδιακό: από τα 24 δισ. πρωτογενούς ελλείμματος το 2009, πήγαμε στα 11 δισ. το 2010 και στα 5 δισ. το 2011 και απ’ ό, τι φαίνεται θα παραμείνουμε εκεί και το 2012. Το βασικότερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι δεν προχώρησαν επαρκώς οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αυτές που θα θεράπευαν την ασθένεια αντί να απαλύνουν τα συμπτώματα. Τα ελλείμματα δεν είναι παρά ο πυρετός ενός ελάχιστα παραγωγικού μοντέλου. Πρέπει φυσικά να αντιμετωπιστούν –κάθε γιατρός πρώτα ρίχνει τον πυρετό και μετά προχωρά στη θεραπεία– αλλά η αντιμετώπιση των αιτιών της κρίσης είναι αναγκαία.
Η αμυντική στάση όλων διογκώνει την κρίση και δυσχεραίνει τη θέση των ανθρώπων. Για παράδειγμα, όλοι συνομολογούν ότι το Δημόσιο πρέπει να μειωθεί. Ταυτοχρόνως, όλες οι κυβερνήσεις εκλέγονται με την υπόσχεση ότι θα επαναδιαπραγματευτούν τη συντήρησή του. Αντί να χαράξουμε μια εναλλακτική στρατηγική που θα προστατεύσει τους ανθρώπους, χαραμίζουμε χρόνο και διαπραγματευτική προσπάθεια για να προστατεύσουμε άχρηστες θέσεις εργασίας.
Μια λογική στάση θα ήταν να ζητάμε κι εμείς ισοδύναμα μέτρα, κοινωνικού όμως χαρακτήρα. Θα ακουγόταν διαφορετικά στους εταίρους το επιχείρημα ότι η μείωση του Δημοσίου παράγει ανεργία και συνεπώς χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα από τα διαρθρωτικά ταμεία για την αντιμετώπισή της και διαφορετικά ακούγεται το πείσμα της διατήρησης ενός αντιπαραγωγικού Δημοσίου επειδή υπάρχει ο φόβος της ανεργίας.
Με άλλα λόγια αντί να αντιπαλεύουμε το Μνημόνιο –τα μέτρα του οποίου έτσι κι αλλιώς έπρεπε να εφαρμόσουμε– θα έπρεπε να διαπραγματευόμαστε σκληρά για μέτρα που θα απαλύνουν τις επιπτώσεις της προσαρμογής.
Αυτό όμως απαιτεί εθνικό σχέδιο που δεν έχουμε. Απαιτεί φαντασία κι εξειδίκευση για κάθε μέτρο, αντί της εύκολης στείρας άρνησης. Αντί να παλεύουμε για να μην εξομοιωθεί η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης με της κίνησης, θα μπορούσαμε να ζητήσουμε μεγαλύτερη χρηματοδότηση για τη μόνωση των σπιτιών ή την οικιακή χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Αντί των ξενοίκιαστων μικρομάγαζων που σήμερα ρημάζουν, θα μπορούσαν να δοθούν κίνητρα για τη μετατροπή τους σε γκαράζ, έτσι ώστε να λύσουμε κι άλλα προβλήματα. Τα προγράμματα υπάρχουν, αλλά κάποιοι πρέπει να δουλέψουν και κυρίως: πρέπει επιτέλους να αποκτήσουμε εθνική στρατηγική τέτοια που δεν αρνείται την οικονομική πραγματικότητα, αλλά βλέπει την κρίση ως ευκαιρία για την αλλαγή μιας χώρας, από την οποία –ας μην κοροϊδευόμαστε– δεν ήμασταν και πολύ ευχαριστημένοι πριν από την κρίση.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.6.2012