Yπάρχει και πολιτική πέρα από την κρατική παρέμβαση. Εκείνη που απελευθερώνει τις επιχειρήσεις να παράγουν και τους πολίτες να δημιουργούν.
Το 1992, όταν ο Μπιλ Κλίντον περιόδευε ως υποψήφιος πρόεδρος βρέθηκε να μιλά σε κάποια ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ. Ηταν η εποχή που η οικονομία των ΗΠΑ δεν πήγαινε καλά και πολλές βαριές βιομηχανίες έφευγαν προς την Κίνα κι άλλες χώρες της Ασίας. Πρώτες στοv κατάλογο της μετανάστευσης ήταν οι ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις και όπως ήταν φυσικό οι εργάτες στο συγκεκριμένο ναυπηγείο ανησυχούσαν για τις θέσεις εργασίας τους. «Δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι το ναυπηγείο δεν θα κλείσει», τους είπε ο Κλίντον. «Αυτό που μπορώ να υποσχεθώ είναι επαναπροσανατολισμό της ομοσπονδιακής παρέμβασης για να χτίσουμε τις λεωφόρους των πληροφοριών, για να δημιουργήσει ο ιδιωτικός τομέας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας».
Κι αυτό έκανε ως πρόεδρος στην οκταετή θητεία του. Επί των ημερών του δημιουργήθηκε το «μπιγκ-μπανγκ» στο Διαδίκτυο, δημιουργήθηκαν εκατοντάδες νέες επιχειρήσεις με χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Οι επιχειρήσεις αυτές δεν επιδοτήθηκαν για να ξεκινήσουν. Απλώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημιούργησε την ενεργή ζήτηση για τα προϊόντα τους και τους έδωσε τα εργαλεία να τα παράγουν. Ξεκίνησε με ομοσπονδιακή χρηματοδότηση ένα τεράστιο πρόγραμμα διασύνδεσης όλων των σχολείων και δημοσίων υπηρεσιών και επιδοτήθηκαν σχετικά ερευνητικά προγράμματα στα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ. (σ.σ.: Στις ΗΠΑ τα αποτελέσματα των κρατικά χρηματοδοτούμενων ερευνών, όταν δεν είναι αμυντικά, παρέχονται δωρεάν στους πάντες, για να τα χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν. Οχι μόνο δεν αποκλείεται η κερδοσκοπική τους εκμετάλλευση, αλλά αντιθέτως ενθαρρύνεται.)
Ενας Ελληνας πολιτικός θα πήγαινε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και αφού θα έσουρνε τα εξ αμάξης στην «καταστροφική πολιτική της κυβέρνησης», θα κατήγγειλε την νεοφιλελεύθερη αναλγησία και την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, θα υποσχόταν τη διατήρηση κάθε θέσης εργασίας στη φθίνουσα αυτή βιομηχανία. Χειρότερα: αν εκλεγόταν θα προσπαθούσε και να το κάνει. Θα επιδοτούσε με διάφορους τρόπους -για εθνικούς λόγους, βεβαίως, βεβαίως- τους επιχειρηματίες για να διατηρήσουν εν ζωή τη θνήσκουσα ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, οι επιχειρηματίες θα μάθαιναν στα εύκολα λεφτά, οι γραφειοκράτες στην (με το αζημίωτο) διαχείρισή τους και οι εργαζόμενοι θα βρίσκονταν διαρκώς στους δρόμους. Βλέπετε, η απειλή δεν εξαλείφεται διά των επιδοτήσεων. Απλώς αναβάλλεται. Το αποτέλεσμα θα ήταν να είμαστε όλοι φτωχότεροι και να παράγουμε υποβρύχια που γέρνουν.
Εθιστήκαμε όλοι στην κρατική δίαιτα και πιστεύουμε ότι η μόνη πολιτική είναι η κρατική παρέμβαση. Πρώτοι απ’ όλους οι επιχειρηματίες. Ελάχιστοι ασχολούνται με την παραγωγή. Η συντριπτική πλειονότης ψάχνει διασυνδέσεις με το γκουβέρνο. Ενα μηδαμινό ποσοστό καινοτομεί παραγωγικά. Οι περισσότεροι βρίσκουν νέους τρόπους αρμέγματος του κρατικού προϋπολογισμού. Ολοι ελπίζουμε σε εκείνη τη ρύθμιση, εκείνο το διάταγμα που θα μας τακτοποιήσει. Εστω προσωρινά.
Μόνο που υπάρχει και πολιτική πέρα από την κρατική παρέμβαση. Εκείνη που απελευθερώνει τις επιχειρήσεις να παράγουν και τους πολίτες να δημιουργούν. Ετσι όμως κρατικομανείς που καταντήσαμε, φυσικά δεν μπορούμε να την δούμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 23.12.2007