Ο τόπος χρειάζεται δημιουργική -έστω δια των αντιρρήσεων- αντιπολίτευση και όχι φωνακλάδικη σαν αυτή που συνηθίσαμε.
Επειδή η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα, γι’ αυτό η αντιπολίτευση σε μια δημοκρατία είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Κρατάει τα γκέμια της εκάστοτε κυβέρνησης για να μην παρασύρει την κοινωνία στον γκρεμό. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις των απόλυτων αρχόντων που μεγαλούργησαν για τις χώρες τους· γι’ αυτό είναι και σπάνιο η προσωνυμία «Μέγας». Συνηθέστατα οι απόλυτες ηγεμονίες βυθίζονται στη διαφθορά και πολύ συχνά έχουν ως αποτέλεσμα κοινωνικές και εθνικές καταστροφές.
Ετσι οι αντιπολιτεύσεις βοηθούν φρενάροντας τις κυβερνήσεις. Αποτελούν δομικό στοιχείο της δημοκρατίας. Δουλειά τους είναι να φέρνουν αντιρρήσεις και δι’ αυτών να ελέγχονται εξονυχιστικά όλες -ή έστω όσο περισσότερες γίνεται- πιθανές επιπτώσεις μιας κυβερνητικής απόφασης.
Βεβαίως, αυτή η διαδικασία σημαίνει και χρονοτριβή. Αυτό, όμως, είναι το κόστος της δημοκρατίας. Οι αποφάσεις ενός ανδρός είναι γρήγορες και συνήθως λάθος. Οι αποφάσεις μέσα από τις διαδικασίες διαλόγου αργούν αλλά παράγουν ευεργετικά για περισσότερους αποτελέσματα γι’ αυτό είναι και πιο βιώσιμα.
Στην Ελλάδα κυριαρχεί η μυθολογία της συναίνεσης. Σε μια χώρα που δεν έχουμε συμφωνήσει ακόμη να τηρούμε τους θεμελιώδεις κανόνες λήψης αποφάσεων (κοινοβουλευτικά κόμματα δηλώνουν ότι δεν σέβονται και δεν εφαρμόζουν το Σύνταγμα) και εφαρμογής αυτών των αποφάσεων (οι νόμοι καταστρατηγούνται και μέσα στη Βουλή) περιμένουμε από την αντιπολίτευση να συμφωνεί σε όλα με την κυβέρνηση. Αυτό δεν είναι απλώς ουτοπικό, είναι και κακό για τη χώρα. Δουλειά της αντιπολίτευσης είναι να φέρνει αντιρρήσεις και να προσπαθεί να πείσει για την ορθότητα των απόψεών της. Αλλά: αν δεν καταφέρει να πείσει, οφείλει να εφαρμόσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας, δηλαδή τον νόμο. Μπορεί να τον ανατρέψει όταν θα έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών αντιπολιτεύσεων είναι αυτό που αντιδημοκρατικά εκστομίζεται από το βήμα της Βουλής: «ο λαός θα ανατρέψει τον νόμο στους δρόμους». Ε, αν ήταν να νομοθετούμε στους δρόμους, η Βουλή είναι αχρείαστη. Το ίδιο και η αντιπολίτευση. Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία κάθε πολίτης μπορεί να διαμαρτύρεται για ένα νόμο, αλλά δεν μπορεί να τον ανατρέψει. Μπορεί να ψηφίσει εκείνους που θα τον ανατρέψουν ή να πάει στα δικαστήρια.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών αντιπολιτεύσεων είναι ότι σπανίως αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. Συνήθως αντιπολιτεύονται την πραγματικότητα. Στη σημερινή κατάσταση, για παράδειγμα, είναι προφανές ότι λεφτά δεν υπάρχουν. Κι όμως η αντιπολίτευση αντί να παλεύει για να διανεμηθούν όσο πιο δίκαια τα βάρη της κρίσης, αντιπολιτεύεται σαν να μην υπάρχει κρίση. Είναι αντίθετη και στην αύξηση των φόρων και στη μείωση των δαπανών. Θέλει να μην κλείσει κανένας οργανισμός, να μη μειωθεί κατ’ ελάχιστον το Δημόσιο και να μην υπάρχουν καθόλου φορολογικές επιβαρύνσεις. Τελικώς καταλήγει να μη συμμετέχει δημιουργικά στη διαδικασία. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν είναι οι πιο κοινωνικά δίκαιες, ακριβώς επειδή ένα κομμάτι της κοινωνίας (το οποίο αντιπροσωπεύει η αντιπολίτευση) απουσιάζει στη μοιρασιά.
Αυτού του τύπου η δημιουργική -έστω διά των αντιρρήσεων- αντιπολίτευση λείπει από τον τόπο. Εχουμε όμως την πιο φωνακλάδικη, και όσο περνάει ο καιρός γίνεται και πιο χυδαία. Κι αυτό είναι μία ακόμη παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.2.2013