Η νομιμότητα, δεν είναι συνάρτηση του πολιτικού κλίματος. Πρέπει να επιβάλλεται ανεξαρτήτως συνθηκών.
«Δεν σας καταλαβαίνω εσάς τους δημοσιογράφους», έλεγε χθες αναγνώστης της στήλης. «Οταν μένει άπρακτη η αστυνομία, δεν σας αρέσει. Οταν δέρνει η αστυνομία, πάλι δεν σας αρέσει. Τι να κάνουν;» Η απάντηση είναι απλή: τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να εφαρμόζουν τους νόμους. Για την ακρίβεια είναι εξίσου παράνομο να μένουν άπρακτοι κατά τη διάρκεια καταστροφών και λεηλασιών, με το να βιαιοπραγούν εναντίον συλληφθέντων διαδηλωτών – έστω και αν αυτοί αποδειχθεί στο δικαστήριο ότι παρανόμησαν.
Η δουλειά των αστυνομικών δεν είναι να δέρνουν, είναι να επιβάλλουν την εφαρμογή των νόμων. Η νόμιμη βία, που οφείλουν να ασκούν, είναι ένα άσχημο αλλά αναγκαίο υποπροϊόν της δουλειάς τους. Ακόμη και αν φτάναμε στα άκρα, ακόμη και αν ασπαζόμασταν αντιλήψεις του 19ου αιώνα και δεχόμασταν ότι ο ξυλοδαρμός ανθρώπων που παρανόμησαν είναι διαδικασία σωφρονισμού, δουλειά των αστυνομικών δεν είναι ο σωφρονισμός. Για το τελευταίο έχουμε άλλα όργανα επιφορτισμένα με αυτό το καθήκον. Ετσι φτιάχτηκε η δημοκρατία και μάλιστα έπειτα από πολλές δοκιμές και λάθη. Διαχώρισε τους ρόλους για να υπάρχει περισσότερη ασφάλεια και ευημερία του πολίτη.
Η δημοκρατία είναι σύνθετη υπόθεση και δύσκολη διαδικασία. Το κόστος της, εκτός από την αιώνια εγρήγορση, είναι και η διαρκής εξειδίκευση. Εχει να κάνει με όλο και πιο λεπτές αποφάσεις των εντεταλμένων οργάνων να διατηρεί στην κοινωνία την νομιμότητα, χωρίς να παραβιάζει τα δικαιώματα των πολιτών. Ακόμη και των χειρότερων από αυτούς. Γι’ αυτό διαχωρίστηκαν οι ρόλοι της εκτελεστικής με τη δικαστική εξουσία, γι’ αυτό εφευρέθηκαν οι πολύπλοκες και δύσκολες νομικές διαδικασίες. Επειτα από χρόνια δοκιμών μάθαμε ότι η τήρηση των κανόνων εκ μέρους εκείνων στους οποίους παραδώσαμε το μονοπώλιο της βίας εξασφαλίζει μια πιο εύρυθμη κοινωνία. Μάθαμε ότι η νόμιμη βία πρέπει να ασκείται μόνο ως αυτοάμυνα και με συγκεκριμένους κανόνες. Αυτούς που τα αστυνομικά όργανα την περασμένη Παρασκευή παραβίασαν, διδάσκοντας στους Ελληνες πολίτες ότι η νομιμότητα δεν είναι μια σταθερή κατάσταση, αλλά έχει να κάνει με το πολιτικό κλίμα. Οσο το κράτος ένιωθε ένοχο για τον φόνο ενός 15χρονου μαθητή, επέτρεπε την παρανομία όσων κατέστρεφαν στο όνομά του. Μόλις χύθηκε το αίμα ενός αστυνομικού άρχισε η παρανομία εκ μέρους των συναδέλφων του.
Η νομιμότητα, όμως, δεν είναι συνάρτηση του πολιτικού κλίματος. Πρέπει να επιβάλλεται ανεξαρτήτως συνθηκών. Δεν μπορεί η παρανομία του ενός να δικαιολογεί την παρανομία του άλλου ούτε το αντίστροφο. Η παρανομία είναι καταδικαστέα απ’ όπου και αν προέρχεται και πρέπει να τιμωρηθεί σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτείας.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, κινούμαστε σε κάθε θέμα με τις μπάντες. Λείπει ίσως η κουλτούρα της εξειδίκευσης στη θεώρηση των γεγονότων, με αποτέλεσμα την απαξίωση των διαδικασιών, ακόμη και αν αυτές είναι θεσμικές. Κυριαρχεί το «έλα μωρέ τώρα, στις λεπτομέρειες κολλάς; Δεν βλέπεις τι γίνεται…». Το αποτέλεσμα είναι να γενικεύουμε ανεπίτρεπτα και αυτό δεν λειτουργεί απλώς σε βάρος της δημοκρατίας. Διαπιστώνουμε ότι τελικά δεν έχουμε λύσει κανένα πρόβλημα. Διότι, όταν προσεγγίζεις χονδροειδώς τα προβλήματα οι λύσεις που δίνεις μεγεθύνουν τα προβλήματα, αντί να τα εξαλείψουν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.1.2009