Και πριν από το 2010 υπήρχαν άνθρωποι που μια ατυχία της ζωής δεν τους επέτρεπε να αγοράσουν τα φάρμακά τους.
Είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι έπειτα από επτά χρόνια ύφεσης -σε μια χώρα που έχει 27% ανεργία, χιλιάδες κλειστά μαγαζιά και χιλιάδες μικροεπιχειρηματίες που δεν μπορούν να πληρώσουν τις υπέρογκες ασφαλιστικές τους εισφορές- η κυβέρνηση κατάφερε το αυτονόητο. Όπως διαβάζουμε στην «Καθημερινή» (30.6.2014), «όλοι οι ανασφάλιστοι πολίτες, καθώς και όσοι έχουν χάσει την ασφαλιστική τους ικανότητα θα μπορούν άμεσα να έχουν πρόσβαση στα φάρμακα που χρειάζονται, σύμφωνα με κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) των υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας».
Βεβαίως αυτή η κοινή υπουργική απόφαση δεν είναι μια ευγενική χορηγία του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Είναι ένα από τα πολλά προαπαιτούμενα που όφειλε η κυβέρνηση στη μισητή τρόικα και χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να το διεκπεραιώσει. Η τετραετία είναι μικρότερο χρονικό διάστημα απ’ όσο χρειάζονται οι κυβερνήσεις για να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα (κι όταν το κάνουν, το κάνουν λειψά, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μεγάλη αναστάτωση με μικρό τελικό όφελος), αλλά κρύβουν μύριες ανθρώπινες τραγωδίες, ανθρώπους που δεν είχαν λεφτά για να αγοράσουν φάρμακα για τους δικούς τους και τώρα σιωπηλά θρηνούν.
Χειρότερο όμως είναι το γεγονός ότι δεν μιλάμε μόνο για τέσσερα χρόνια. Πριν από το 2010, ο αριθμός ανασφάλιστων θα ήταν συντριπτικά μικρότερος από τον σημερινό, αλλά σίγουρα υπήρχαν άνθρωποι που μια ατυχία της ζωής δεν τους επέτρεπε να αγοράσουν τα φάρμακά τους. Γι’ αυτούς το πολιτικό σύστημα δεν είχε πρόνοια, οι ευαίσθητοι για τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» συνδικαλιστές δεν έκαναν τον παραμικρό αγώνα. Η διαβόητη «κοινωνική αλληλεγγύη», την οποία ανέμιζαν χιλιάδες πανό και έψελναν μυριάδες στις διαδηλώσεις, ήταν αλληλεγγύη για τους εντός, τους έτσι κι αλλιώς προστατευμένους.
Το περιέγραψε πολύ γλαφυρά ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης: «Η κατανομή πόρων και δικαιωμάτων δεν γίνεται με βάση την ανάγκη για κοινωνική προστασία, ούτε με βάση γενικούς κανόνες που εγγυώνται την ισονομία των πολιτών, αλλά με βάση την πολιτική ισχύ των ομάδων πίεσης. Αυτό συνέβαινε και πριν από την κρίση: Τα πολλά δισ. ευρώ που πληρώναμε για την υγεία γίνονταν εισοδήματα για γιατρούς, κλινικάρχες, φαρμακοποιούς, φαρμακοβιομήχανους, ιδιοκτήτες διαγνωστικών κέντρων, εισαγωγείς και προμηθευτές. Σπανίως μεταφράζονταν σε περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες για ασθενείς. Στην κρίση, τα πολλά δισ. ευρώ για την υγεία μειώθηκαν – π.χ., έπεσαν στο επίπεδο του 2007 ή του 2005. Για ένα σύστημα υγείας που στοιχειωδώς λειτουργεί, κάτι τέτοιο είναι ασφαλώς δυσάρεστο αλλά όχι καταστροφικό. Εδώ ζήσαμε εικόνες πλήρους διάλυσης. Λόγω των μέτρων, προφανώς, αλλά επίσης λόγω του γεγονότος ότι οι περισσότεροι από τους ωφελημένους της προηγούμενης περιόδου άρχισαν να παλεύουν με νύχια και με δόντια για να αποσπάσουν ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από μια πίτα που είχε στο μεταξύ συρρικνωθεί. Μεταφέροντας το βάρος των μέτρων στους πιο αδύναμους, δηλαδή στους ασθενείς που έμεναν χωρίς φάρμακα και χωρίς βασικές υπηρεσίες» (Αthens Voice, 23.1.2014).
Πάλι καλά να λέμε που η «αιμοσταγής τρόικα» επέμενε και κάποιοι θα μπορούν να έχουν μερτικό στη φαρμακευτική δαπάνη…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.7.2014