Το άρθρο του σχετικώς με το θέμα Novartis ήταν μία από τις πολλές παρεμβάσεις του στα θεσμικά ατοπήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε χαρακτηρίσει «ψευδεπίγραφο» το δημοψήφισμα του 2015· αντισυνταγματικό τον «νόμο Παππά» για τις άδειες· «αντίθετο όχι μόνο προς το πνεύμα αλλά και προς το γράμμα του Συντάγματος αν η σημερινή κυβέρνηση (σ.σ.: ΣΥΡΙΖΑ), ως “οιονεί υπηρεσιακή”, επέσπευδε να επιλέξει τον επόμενο πρόεδρο και τον επόμενο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου» κ.λπ.
Ολως παραδόξως –και παρά τη μακρά παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ στη σπίλωση διαφωνούντων– ουδείς ψιθύρισε ότι ο κ. Αλιβιζάτος θέλει να γίνει στρατηγός ή πρωθυπουργός· κανείς δεν ξεχώρισε την επιστημονική του ιδιότητα από την πολιτική του θέση· ουδείς τον κατηγόρησε ότι «παίζει το παιγνίδι του Μητσοτάκη» και «έχει εξασφαλίσει μια θέση στο Επικρατείας της Ν.Δ». Για την ακρίβεια και αν εξαιρέσουμε τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, ουδείς από τους συνταγματολόγους άκουσε όσα τους σούρνουν σήμερα, επειδή πήραν θέση για το σκάνδαλο των υποκλοπών.Το παράδοξο εν προκειμένω δεν είναι ότι τώρα γίνονται δίκες προθέσεων. Είναι ότι μέχρι σήμερα τις είχαν γλιτώσει, τουλάχιστον, οι συνταγματολόγοι. Λογικό: στον κατήφορο που έχει πάρει ο δημόσιος διάλογος, δεν μπορούν να υπάρξουν στεγανά.
Να σημειώσουμε, δε, ότι δεν είναι καινοφανή τα περί κινδύνου διολίσθησης της χώρας στον Ορμπανισμό. Τα επισήμαινε και ο κ. Αλιβιζάτος από το 2018, όταν έγραφε: «Αν η χώρα μας δεν φιγουράρει ακόμη στον απαίσιο κατάλογο (σ.σ.: των χωρών που υπέκυψαν στον αντιφιλελεύθερο λαϊκισμό), τούτο δεν οφείλεται στον (ανύπαρκτο) συνταγματικό πατριωτισμό του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά διότι η κυβέρνηση) δεν έχει καταφέρει να εξανδραποδίσει δύο θεμελιώδεις θεσμούς σε κάθε δημοκρατία: τα μέσα ενημέρωσης και τη Δικαιοσύνη».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8.2.2023