Τα τεσσεράμισι χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν ήταν ένα ατύχημα της χώρας. Ηταν η συνισταμένη των επιδιώξεών της.
Είπε μια αλήθεια ο κ. Αλέξης Τσίπρας στη μακρά συνέντευξη που έδωσε στον ΣΚΑΪ με τον κ. Αλέξη Παπαχελά και την κ. Σία Κοσιώνη. «Το 2015, όταν ανέλαβα, πήρα την εντολή –δεν είπα ψέματα στον ελληνικό λαό, είπα την αλήθεια– ότι θα συγκρουστώ» (2.7.2019). Κακά τα ψέματα. Αυτή ήταν η εντολή και και όχι μόνο από τις πλατείες των «Αγανακτισμένων». Προερχόταν πρωτίστως από διανοουμένους, σχολιαστές, τα ΜΜΕ εν γένει, από όλους εκείνους τους γνωμηγήτορες που κάλυπταν την αμηχανία τους μπροστά στη νέα κατάσταση με τον αφορισμό «τι τα θες; Δεν έγινε καλή διαπραγμάτευση».
Η «καλή διαπραγμάτευση», βεβαίως, είναι ένα πράγμα σχετικό, επειδή σε «έναν άλλο κόσμο που –κατά κάποιους– είναι εφικτός», η άριστη διαπραγμάτευση θα ήταν να μην υπάρχει λιτότητα, να συνεχίζει το ελληνικό κράτος να καίει 2 δισ. μηνιαίως (όσο ήταν το πρωτογενές έλλειμμα του 2009), να ζήσουμε εμείς καλά και οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι καλύτερα, επειδή έπραξαν το καθήκον της αλληλεγγύης. Επί της ουσίας, όμως, αν κάποιος τρίτος παρατηρητής έβλεπε μια χρεοκοπημένη χώρα να παίρνει τα υψηλότερα δάνεια και το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους στην παγκόσμια ιστορία, πιθανότατα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η διαπραγμάτευση ήταν καλή. Σε μια κοινωνία, όμως, που κανοναρχείται από τη συναισθηματική προσέγγιση των ηλεκτρονικών πρωτίστως ΜΜΕ (για τη «συνταξούλα του παππούλη» και το «επιδοματάκι του δημοσίου υπαλλήλου») κάθε διαπραγμάτευση δεν μπορεί παρά να είναι κακή.
Ο μύθος που κυριάρχησε στη χώρα, και ένα από τα μεγάλα ψέματα που είπε στη συνέντευξή του ο κ. Τσίπρας, ήταν «τα ΜΜΕ στυλοβάτες του μνημονίου». Η αλήθεια είναι ότι η τηλεοπτική πρωτίστως δημοσιογραφία διαμόρφωσε και φούσκωσε την αντιμνημονιακή ατζέντα της περιόδου 2010-2011. Αυτά διαμόρφωσαν το δόγμα του βουντού κεϊνσιανισμού, το οποίο ασπάστηκε και ο κ. Αντώνης Σαμαράς, που έλεγε ότι τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας θα λύνονταν αν γινόταν «καλή διαπραγμάτευση» και «έπεφταν λεφτά στην αγορά»· ήταν κάτι σαν ομοιοπαθητική οικονομική: το πρόβλημα των μεγάλων ελλειμμάτων λύνεται με ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα. Το χειρότερο, όμως, ήταν η ρηχή αντιμνημονιακή ρητορεία που εξέπεμψαν με βάση το δόγμα «του λαού τα ντέρτια λέω…».
Οι ποσοτικές έρευνες δείχνουν ότι τα ΜΜΕ ήταν πιο αντιμνημονιακά και πιο λαϊκιστικά από τους πολιτικούς. Ο ερευνητής στο Εργαστήριο Κοινωνικής Ερευνας στα ΜΜΕ του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου κ. Σταμάτης Πουλακιδάκος μελέτησε τη στάση πολιτικών και μέσων ενημέρωσης την περίοδο του πρώτου μνημονίου. Εκανε, όπως γράφει ο ίδιος, «ποσοτική απεικόνιση και αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του δημοσίου λόγου αναφορικά με το “μνημόνιο”, υπό το θεωρητικό πρίσμα της προπαγάνδας…». Το αντικείμενο της μελέτης του ήταν:
1. Τα δελτία ειδήσεων των σταθμών Alter, Mega και NET. «Τα τρία δελτία αθροίζουν ένα ποσοστό της τάξης του 55% στις μετρήσεις τηλεθέασης για την περίοδο που μελετάμε».
2. Οι διαδικτυακές εκδόσεις των εφημερίδων «Η Καθημερινή», «Τα Νέα», «Ελευθεροτυπία».
3. Οι αμιγώς διαδικτυακές πηγές ενημέρωσης newsit.gr και news247.gr, που «βρίσκονται στην πρώτη και τη δεύτερη θέση των διαδικτυακών ενημερωτικών ιστοσελίδων, σύμφωνα με τις μετρήσεις της alexa για την περίοδο αναφοράς».
Σε αντίθεση με όσα λέγονται (και όσα οι αριστερής κοπής καλοθελητές προσάπτουν στα ΜΜΕ) η έρευνα έδειξε ότι οι δημοσιογράφοι εμφανίστηκαν πιο αντιμνημονιακοί από τους πολιτικούς: «Οι αναφορές των πολιτικών “μοιράζονται” σχεδόν ανάμεσα στις θετικές και τις αρνητικές συνέπειες του μνημονίου (47% και 53% αντίστοιχα), ενώ οι δημοσιογράφοι επιμένουν σημαντικά περισσότερο στις αρνητικές συνέπειες του μηχανισμού στήριξης (73,8%)». Οι δημοσιογράφοι επίσης αποδεικνύονται εκείνη την περίοδο πιο λαϊκιστές, με την έννοια ότι χρησιμοποίησαν περισσότερο τις «αρνητικές θυμικές μεθόδους προπαγάνδας κατά του μνημονίου». Ενώ μόνο το 44,9% από τις δηλώσεις των πολιτικών δημιουργεί κλίμα αδιεξόδου-φόβου, «οι δημοσιογράφοι εντάσσουν πιο συχνά τη λογική του φόβου-αδιεξόδου στον λόγο τους (70,6%)».
Το συμπέρασμα του ερευνητή είναι πως «η όποια εστίαση στο μνημόνιο […] γίνεται ως επί το πλείστον στις “αρνητικές” προϋποθέσεις που θέτει το μνημόνιο για τη δανειοδότηση της Ελλάδας, όπως περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, φορολογία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμπεραίνεται ότι η δημόσια συζήτηση, στον βαθμό που έλαβε χώρα μέσω των ΜΜΕ, μονοπωλήθηκε εν πολλοίς από τα “δύσκολα” μέτρα του μνημονίου. Αρα η γενικότερη λογική της δημόσιας περί του μνημονίου συζήτησης υπήρξε εγγενώς αντιμνημονιακή, γεγονός που οφείλεται πρωτίστως στην ατζέντα που διαμόρφωσαν τα ίδια τα Μέσα…» (Σταμάτης Πουλακιδάκος, «Προπαγάνδα και δημόσιος λόγος: Η παρουσίαση του μνημονίου από τα ελληνικά ΜΜΕ», εκδ. DaVinci).
Ολα αυτά θα είχαν ιστορικό μόνο ενδιαφέρον, αν δεν αποτελούσαν γόνιμο έδαφος για νέα ψεύδη τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ σερβίρει στην ελληνική κοινωνία. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην προπαγάνδα περί «αντισυριζαϊκών ΜΜΕ», που είναι συνέχεια του μύθου περί «μνημονιακών ΜΜΕ». Αναφερόμαστε πρωτίστως στα μέτρα και στις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας για τα οποία καμάρωνε στον ΣΚΑΪ ο κ. Τσίπρας. Μίλησε, επί παραδείγματι, για την «ανθρωπιστική κρίση» που παρέλαβε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και δάμασε· λογικό, αφού από τις 26 Ιανουαρίου 2015 τα παιδάκια έπαψαν και λιποθυμούν από την πείνα στα σχολεία και οι αυτοκτονίες κόπηκαν μαχαίρι. Εκανε επίσης λαθροχειρία σχετικά με τα φορολογικά μέτρα, λέγοντας ότι «το 83% των φόρων επιβλήθηκε με το 1ο και το 2ο μνημόνιο». Δεν ξέρουμε τι ακριβώς μετράει αυτό το «83%» (έσοδα του κράτους από φόρους; κάποιος συνδυασμένος δείκτης αύξησης των φορολογικών συντελεστών;), αλλά όπως και να έχει το πράγμα, ο κ. Γιώργος Παπανδρέου παρέλαβε ένα πρωτογενές έλλειμμα 24 δισ. ευρώ (του 2009) και ο κ. Αντώνης Σαμαράς 6 δισ. ευρώ (του 2011). Ο κ. Τσίπρας παρέλαβε πρωτογενές πλεόνασμα 640 εκατ. ευρώ. Αν οι πρώτοι έπρεπε (και) να βάλουν φόρους διότι αντιμετώπιζαν θηριώδη ελλείμματα, το 17% των επιπλέον φόρων (όπως κι αν μετράται αυτό) ήταν περιττό, κι αποτέλεσμα της «καλής διαπραγμάτευσης» που έκανε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Δεν συγκρίνεται η περίοδος μιας χώρας που βρίσκεται στον γκρεμό, με την περίοδο που δείχνει σημάδια –ασθενικής έστω– ανάκαμψης.
Τα τεσσεράμισι χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν ήταν ένα ατύχημα της χώρας. Ηταν η συνισταμένη των επιδιώξεών της. Τα ψέματα που πιστέψαμε δεν ήταν του κ. Τσίπρα. Αυτός τα φώναξε μεγαλοφώνως και τα διόγκωσε για να πάρει τις εκλογές. Δεν ξέρουμε αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε τη βίαιη ωρίμανσή του μετά την τραυματική για τη χώρα εμπειρία. Ευελπιστούμε ότι το κατάφερε η ελληνική κοινωνία…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.7.2019