Δύο κύματα μαζικών απολύσεων κέρδισαν τα φώτα της δημοσιότητας τον τελευταίο μήνα. Η εταιρεία Twitter Inc απέλυσε τους μισούς από τους 7.500 υπαλλήλους της· ακόμη 1.200 τα βρόντηξαν κι έφυγαν. O Μαρκ Ζούκερμπεργκ, βασικός μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος της Meta Platforms Inc (Facebook, Instagram, Messenger, WhatsApp κ.ά.) απέλυσε περισσότερους από 11.000 εργαζομένους, περίπου το 13% του εργατικού δυναμικού της εταιρείας.
Οι 15.000 αυτοί υπάλληλοι είναι στην κορυφή της εργασιακής αλυσίδας. Δεν έχασαν τη δουλειά τους επειδή η πρόοδος της τεχνολογίας τους ξέβρασε στις βραχώδεις ακτές της ανεργίας. Δεν ήταν σαμαράδες στην εποχή του αυτοκινήτου. Eκαναν όλα όσα ακούμε σε ημερίδες και σεμινάρια για το μέλλον της εργασίας. Εκπαιδεύτηκαν, επανεκπαιδεύτηκαν, προσαρμόστηκαν στη διαρκώς επιταχυνόμενη τεχνολογική εξέλιξη και γι’ αυτό βρέθηκαν να δουλεύουν στα πιο λαμπρά αστέρια της σύγχρονης επιχειρηματοσύνης. Eπεσαν θύματα της μεγαλομανίας ενός επιχειρηματία που αγόρασε το Τwitter έναντι 44 δισ. δολαρίων και των λαθών που έκανε το άλλο χρυσό παιδί της τεχνολογικής εποχής. «Θέλω να αναλάβω την ευθύνη για αυτές τις αποφάσεις και για το πώς φτάσαμε ώς εδώ», έγραψε ο Ζούκερμπεργκ σε επιστολή προς τους εργαζομένους. «Ξέρω ότι αυτό είναι δύσκολο για όλους και λυπάμαι ιδιαίτερα για όσους επηρεάζονται» (9.11.2022).
Οι επιχειρηματίες αυτοί δεν θα πεινάσουν, αλλά ο Ελον Μασκ έχασε 100,5 δισ. δολάρια (σχεδόν το 50% του ελληνικού ΑΕΠ) από τις αρχές Νοεμβρίου. Σύμφωνα με το Bloomberg (8.11.2022) ο μεγιστάνας έχασε από τις αρχές του χρόνου το μισό της περιουσίας του, που υπολογιζόταν σε 340 δισ. δολάρια. Σε ένα χρόνο η χρηματιστηριακή αξία της Meta Inc έπεσε κατά 60%, κάτι που σημαίνει ότι έχασε 500 δισ. δολάρια. Η περιουσία του Μαρκ Ζούκερμπεργκ απομειώθηκε σε μία ημέρα μόνο (27 Οκτωβρίου) κατά 11 δισ. δολάρια. Μεγάλα καράβια, μεγάλες χασούρες θα πει κάποιος, αλλά αυτού του τύπου οι φουρτούνες εμφανίζονται όλο και πιο συχνά. Αν και ο δείκτης που μετράει την αστάθεια του αμερικανικού χρηματιστηρίου (CBOE Volatility Index) είναι εξαιρετικά… ασταθής, αυξήθηκε κατά 80,4% τα τελευταία πέντε χρόνια.
Στα πιο πεζά (και… φτωχικά) της δικής μας καθημερινότητας, είδαμε τις τιμές του φυσικού αερίου να εκτινάσσονται κατά 800% σε έναν χρόνο, να διπλασιάζονται σε δέκα μέρες και να πέφτουν από την ανώτατη τιμή κατά 70% σε μια εβδομάδα. Είναι κάτι που νιώθουμε στην τσέπη μας αλλά και στο νευρικό μας σύστημα. Το ερώτημα όμως είναι πόσο μακριά μπορεί να πάει ένα τόσο ασταθές σύστημα. Βεβαίως, όλοι γνωρίζουμε πως ο καπιταλισμός είναι μια διαδικασία διαρκών ρήξεων και εξ αυτού του λόγου διαρκών κρίσεων. Αυτό όμως που πρέπει να προσέξουμε είναι η επιτάχυνσή του. Η κατά τον Τζόσεφ Σουμπέτερ καταστροφή παύει να είναι δημιουργική. Αυτό φάνηκε τα τελευταία χρόνια. Μετά την COVID-19 (και πριν από τον πόλεμο) εμφανίστηκε πληθωρισμός που οφειλόταν μεν στις «γενναίες ενισχύσεις» των κυβερνήσεων, αλλά ήταν και πληθωρισμός της μειωμένης προσφοράς. Αποδιαρθρώθηκαν παραγωγικές δομές επειδή κατά τη διάρκεια των εγκλεισμών έπεσε η ζήτηση. Δηλαδή σε περίοδο δύο ετών (και με ορατό για τους περισσότερους το τέλος της πανδημίας) ζούμε διακυμάνσεις όχι σε επίπεδο συμβολικού πλούτου (τιμές μετοχών), αλλά πραγματικού (γραμμές παραγωγής, εμπορίου κ.λπ.).
Αυτή η μεγάλη αστάθεια μπορεί να έχει σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η ανάγκη για ασφάλεια από ανθρωπογενείς καταστροφές κάνει τους πολίτες συντηρητικούς, μέχρι και αντιδραστικούς. Τείνουν ευήκοα ώτα σε λαϊκιστές, που υπόσχονται επιστροφή σε εποχές που ζούσαμε πολύ πιο φτωχά και ανελεύθερα, αλλά τουλάχιστον ξέραμε (περίπου) τι μας ξημερώνει.