Η λογική της απαγόρευσης είναι διάχυτη σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Δεν αρέσει στον ΛΑΟΣ να τον αποκαλούν «ακροδεξιό», απειλεί διά δικαστικών μηνύσεων. Δεν αρέσει στις άλλες φοιτητικές παρατάξεις να κατεβαίνει η νεολαία του ΛΑΟΣ σε εκλογές, απαγορεύουν «δημοκρατικά» την κάθοδο του ΦΟΣ στις εκλογές.
Με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό (ΛΑΟΣ) δεν έχουμε τις καλύτερες σχέσεις. Φαίνεται, εξάλλου και από την… επιστολογραφία της εφημερίδας. Είναι θέμα ελευθερίας να μπορεί κάθε Ελληνας πολίτης να χαρακτηρίζει κάθε κόμμα όπως θέλει (ακροδεξιό, λαϊκιστικό κ.λπ.) χωρίς τις απειλές για δικαστικές ταλαιπωρίες. Είναι θέμα ακαδημαϊκής ελευθερίας να μπορούν να γίνονται ημερίδες για τη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτικού τοπίου χωρίς εξώδικα και απειλές για μηνύσεις. Ταυτόχρονα όμως είναι και θέμα δημοκρατίας να μπορεί η φοιτητική παράταξη του (σύμφωνα με τη θέλησή του) «αχαρακτήριστου κόμματος» να κατεβαίνει στις εκλογές.
Αυτό που έγινε στη Νομική Σχολή Αθηνών αποτελεί μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Είναι τόσο εξόφθαλμα αντιδημοκρατικό, που δεν πρόκειται να αποτελέσει κακό προηγούμενο. Θα μείνει στη μνήμη σαν μια γραφικότητα, ενδεικτική των αντιλήψεων που κυκλοφορούν σήμερα στη γραφειοκρατία του φοιτητικού κινήματος. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Νεολαίας του ΛΑΟΣ όλες οι φοιτητικές παρατάξεις του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου φοιτητών (ΔΑΠ – ΝΔΦΚ, ΠΑΣΠ, ΠΚΣ, ΔΙΚΤΥΟ, ΕΑΑΚ) αποφάσισαν να απαγορεύσουν την κάθοδο της φοιτητικής παράταξης του ΛΑΟΣ στις εκλογές. Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση η δικαιολογία του αποκλεισμού «ήταν το επιχείρημα ότι παλαιό μέλος της Νεολαίας Ορθόδοξου Συναγερμού (ΝΕΟΣ), ο οποίος είναι φοιτητής της Νομικής -αλλά όχι μέλος της Φοιτητικής Οργάνωσης Συναγερμού Νομικής (ΦΟΣ)-, εθεάθη να διέρχεται από σημείο που πριν από κάποιες ώρες είχαν λάβει χώρα επεισόδια μεταξύ ακραίων ομάδων».
Ακόμη και αν δεν πιστέψουμε κατά γράμμα την ανακοίνωση της Νεολαίας του ΛΑΟΣ και το μέλος της συμμετείχε στα επεισόδια (ποιες στην ευχή ήταν οι ακραίες ομάδες που συνεπλάκησαν; Οικολόγοι Πράσινοι ή μέλη παραεκκλησιαστικών οργανώσεων;) η απαγόρευση δεν στέκει ούτε ηθικά ούτε πολιτικά. Δεν μπορεί η παρεκτροπή ενός μέλους -αν υπήρξε παρεκτροπή- να στοιχειοθετήσει συλλογική απαγόρευση και μάλιστα σε μια κορυφαία συνδικαλιστική λειτουργία. Εξάλλου, μέλη όλων των παρατάξεων έχουν κατά καιρούς εμπλακεί σε διάφορα επεισόδια. Αν αυτό ήταν το κριτήριο καθόδου ή μη μιας παράταξης στις φοιτητικές εκλογές, αυτές δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν. Δεν θα υπήρχαν παρατάξεις που να πληρούν τα κριτήρια.
Αυτό όμως που πρέπει να συγκρατήσουμε και στις δύο περιπτώσεις είναι η λογική της απαγόρευσης, η οποία είναι διάχυτη σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Δεν αρέσει στον ΛΑΟΣ να τον αποκαλούν «ακροδεξιό», απειλεί διά δικαστικών μηνύσεων. Δεν αρέσει στις άλλες φοιτητικές παρατάξεις να κατεβαίνει η νεολαία του ΛΑΟΣ σε εκλογές, απαγορεύουν «δημοκρατικά» την κάθοδο του ΦΟΣ στις εκλογές. Για κάθε έκφραση που δεν αρέσει (και ο πολιτικός χαρακτηρισμός ενός κόμματος είναι έκφραση, αλλά και η κάθοδος στις εκλογές, τελικά, έκφραση είναι) υπάρχει μια πρόχειρη απαγόρευση ή έστω απειλή απαγόρευσης.
Δεν ξέρουμε αν μπορεί να διορθωθεί η αντιδημοκρατική πρωτοβουλία των φοιτητικών παρατάξεων της Νομικής. Ετσι κι αλλιώς, οι φοιτητικές εκλογές έχουν όλο και μικρότερο βάρος στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Απλώς, αυτό που θα μείνει από τη θλιβερή αυτή πρωτοβουλία είναι μία ακόμη φίμωση του πολιτικού λόγου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.4.2008