Οι πολιτικοί έχουν δημιουργήσει πλέον τέτοια αντισώματα σε κάθε είδους εκσυγχρονισμό, που έφτασε ο καιρός να φεύγουν οι παλιοί μπας και δούμε προκοπή από τίποτε νέους…
Το βασικό ερώτημα που θα κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις του τόπου και, πιθανώς, το μέλλον του στη τρίτη χιλιετία, είναι ένα: Ήξερε ο πρωθυπουργός τι θα έλεγε ο κ. Κοσμίδης; Το δεύτερο ερώτημα είναι εξίσου βαθύ: ήξερε σε όλο το εύρος τις προτάσεις; Κι αν ναι, τις γνώριζε με την ίδια σειρά που τις παρουσίασε ο -χαμηλών τόνων- Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, ή μήπως ο τελευταίος άλλαξε κρυφά την σειρά; Και πάμε στα βαθύτερα πολιτικά ερωτήματα που πρέπει να ταλανίζουν μια Δημοκρατία. Ρώτησε ο κ. Κοσμίδης τον Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ αν μπορεί να διατυπώσει τις ιδέες του; Κι άντε! Ας μην ρωτήσει τον κ. Λαλιώτη. Που πήγαινε ο έρμος χωρίς τη σφραγίδα του κ. Γιώργου Δασκαλάκη; Γίνεται να υπάρξει ιδέα στον τόπο χωρίς να φέρνει την ευλογία του βουλευτή; Μπορεί να υπάρξει «brain storming» χωρίς τη συμβολή του κ. Φοίβου Ιωαννίδη; Διότι καλώς οι άλλοι θα βάλουν το «brain». Το «storming» ποιος θα το βάλει;
Αν δει κανείς το ρεπορτάζ των εφημερίδων μετά την ομιλία του κ. Κοσμίδη θα διαπιστώσει ότι όλοι σχεδόν οι πολιτικοί ασχολούνται με τη διαδικασία υποβολής των προτάσεων και όχι με τις προτάσεις καθαυτές. Όλοι κατατρίβονται με το αν πέρασαν από το πρωτόκολλο του κόμματος, αν έχουν τις απαιτούμενες σφραγίδες των πράσινων τμηματαρχών, αν γύρισε το έγγραφο προς υπογραφή και το κυριότερο (όπως το διατύπωσε ο κ. Λαλιώτης): αν αυτές οι προτάσεις μπορεί να τινάξουν στον αέρα το «μαγαζί». (Παρένθεση: Η παρατήρηση του Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ είναι εύστοχη. Διότι «μαγαζί» έχει γίνει το ΠΑΣΟΚ, η -καλύτερα- «εμπορικό κέντρο» προσφοράς εξυπηρετήσεων στο Δημόσιο Τομέα).
Όλη η πολιτική ζωή του τόπου πλέον κινείται στον αστερισμό του ασήμαντου. Ασχολείται με το αν οι προτάσεις έγιναν σε «παραθεσμικό όργανο του Σημιτικού εκσυγχρονισμού» (όπως χαρακτήρισε τον ΟΠΕΚ ο βουλευτής της ΝΔ κ. Προκόπης Παυλόπουλος), και όχι με το αν έχουν κάτι ελάχιστο να προσφέρουν στο αποτελματωμένο τοπίο της πολιτικής. Μετράνε τα υπουργεία με τη μεζούρα των κοινοτικών εισροών (όπως έκανε ο κ. Ανωμερίτης) και όχι με το αφανές αλλά τεράστιο κόστος της γραφειοκρατίας που παράγουν. Ορίζουν, όπως έκανε ο υπουργός Αιγαίου κ. Σηφουνάκης, την πολιτική ως τέχνη του εφικτού, ενώ ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε το γραφειοκρατικά ανέφικτο. Διότι το «εφικτό» του κ. Σηφουνάκη το δοκιμάσαμε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε…
Κάποιοι πιστεύουν ότι η ενασχόληση των πολιτικών με τα ασήμαντα της πολιτικής οφείλεται στην αγραμματοσύνη που τους δέρνει. Μάλλον υπάρχει κάτι ευφυέστερο αυτού. Είναι η συσσωρευμένη τεχνογνωσία των δημοσίων υπαλλήλων να θάβουν σε βουνά κανονισμών κάθε νεωτεριστική κίνηση στον τομέα τους. Το ίδιο κάνουν και οι πολιτικοί. Διότι, όταν η συζήτηση μεταφέρεται στο αν ο κ. Κοσμίδης έκανε τις προτάσεις του στον ΟΠΕΚ ενώ έπρεπε να τις κάνει (λέμε τώρα) στον ΟΠΑΚ, ποιος θα θυμάται μετά ένα μήνα ποιες είναι οι προτάσεις Κοσμίδη; Οι πολιτικοί έχουν δημιουργήσει πλέον τέτοια αντισώματα σε κάθε είδους εκσυγχρονισμό, που έφτασε ο καιρός να φεύγουν οι παλιοί μπας και δούμε προκοπή από τίποτε νέους…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.5.2003