Έχουμε ποινικοποιήσει ιδεολογικά την διαφωνία κατά την διάρκεια θέσπισης των νόμων και αθωώνουμε ιδεολογικά την έμπρακτη καταστρατήγηση τους, στο όνομα άλλων υψηλότερων «δικαίων».
Σ’ αυτή την χώρα ξοδεύουμε πολύ σάλιο και πολύ μελάνη για την συναίνεση. Γι’ αυτήν ομιλούν οι εθνοπατέρες στην Βουλή και σ’ αυτήν ομνύουν οι δημοσιογράφοι έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Πιθανότατα έχουν εντυπωθεί στο υποσυνείδητό μας τα μαθήματα που διδασκόμασταν μικροί: «οι έλληνες μεγαλουργούν όταν μονιάζουν και καταστρέφονται όταν επικρατεί η διχόνοια». Τι κι αν η Ελλάδα διπλασιάστηκε στα χρόνια του Ελευθέριου Βενιζέλου, όταν είχε σκληρή αντιπολίτευση από το Λαϊκό Κόμμα; Η στρεβλή ανάγνωση της επανάστασης του 1821 προτάσσει μια φανταστική ομόνοια, σε βάρος της χρήσιμης διαφωνίας.
Βεβαίως η δημοκρατία δεν έχει τέτοια ταμπού. Αντιθέτως. Φτιάχτηκε επειδή υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και αντικρουόμενα συμφέροντα σε κάθε κοινωνία. Ο δημόσιος διάλογος, η Βουλή, οι ψηφοφορίες κ.λπ. αποτελούν τον καλύτερο μηχανισμό επίλυσης των.
Η δημοκρατία επιτρέπει όλους να διαφωνούν με όλους· να ανταλλάσσουν επιχειρήματα· να πείθουν ή να μην πείθουν και στο τέλος όλοι να ψηφίζουν για να εφαρμόσουν εκείνη την πρόταση με την οποία συμφωνούν οι περισσότεροι. Για την δημοκρατία η διαφωνία είναι υγεία. Επειδή εξ ορισμού κανείς δεν κατέχει την απόλυτη σοφία, δια των διαφωνιών και των συνακόλουθων συμβιβασμών επιτυγχάνεται το πιο κοινωνικά αποδεκτό αποτέλεσμα.
Η μόνη συναίνεση που χρειάζεται η δημοκρατία, είναι στους κανόνες. Επιτρέπει σε όλους να λένε «το κοντό τους και το μακρύ τους», αλλά επίσης απαγορεύει σε όλους να αμφισβητήσουν έμπρακτα το προϊόν της διαδικασίας. Ακόμη κι αν κάποιος νόμος δεν αρέσει σε μια μειοψηφία, αυτή είναι υποχρεωμένη να τον εφαρμόσει. Μέχρι να γίνει πλειοψηφία και να τον αλλάξει. Για να πούμε την αλήθεια κανένα προϊόν της δημοκρατικής διαδικασίας δεν μπορεί να είναι αρεστό καθ’ ολοκληρίαν. Επειδή οι νόμοι είναι παράγωγο μικρότερων ή μεγαλύτερων συμβιβασμών, κανείς δεν μπορεί να είναι πλήρως ευχαριστημένος. Παρ’ όλα αυτά, όμως -είτε μας αρέσει, είτε όχι- όλοι υποχρεούμαστε να εφαρμόζουν τους νόμους. Άλλως η συμβίωση δεν είναι εφικτή.
Στην Ελλάδα έχουμε ποινικοποιήσει ιδεολογικά την διαφωνία κατά την διάρκεια θέσπισης των νόμων και αθωώνουμε ιδεολογικά την έμπρακτη καταστρατήγηση τους, στο όνομα άλλων υψηλότερων «δικαίων», του εργάτη, του φοροφυγά, του ρατσιστή κ.λπ. Εκνευριζόμαστε αν κάποιος φέρνει αντιρρήσεις σε κάποιο νομοσχέδιο, και σηκώνουμε αδιάφορα τους ώμους όταν άλλοι καταστρατηγούν ψηφισμένους νόμους.
Γι’ αυτό είναι υγιές να βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Κάποιος πρέπει να ελέγχει τα στραβά της εκτελεστικής εξουσίας, να προσθέτει εναλλακτικές προτάσεις κατά την νομοθετική διαδικασία, να γίνεται συζήτηση για τα μέτρα, να προκύπτει η αναγκαία διαλεκτική σύνθεση της θέσης με την αντίθεση.
Μέχρις εκεί, όμως. Η αντιπολίτευση οφείλει να ελέγχει την πλειοψηφία, να επισημαίνει τα στραβά, να τα καταγγέλλει. Δεν θεσπίζει, όμως, τους δικούς της νόμους, ούτε ακυρώνει δια της χαμηλής -έστω- βίας την θέληση της πλειοψηφίας. Προσπαθεί να πείσει τον λαό ότι οι δικές της προτάσεις είναι καλύτερες, αλλά δεν τις επιβάλει.
Η δημοκρατική συναίνεση είναι το μόνο πράγμα που πρέπει να κατακτήσουμε. Όλα τ’ άλλα θα τα βρούμε…
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «GK» τον Ιούνιο του 2012