Σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο σύνθετος κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων τις επιπτώσεις μιας απόφασης και από πού θα του έρθουν οι αντιδράσεις.
Σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο σύνθετος κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων τις επιπτώσεις μιας απόφασης και από πού θα του έρθουν οι αντιδράσεις. Το έμαθε με σκληρό τρόπο ο κ. Ταγίπ Ερντογάν που δεν περίμενε «το μεγαλύτερο βάσανο του κόσμου», δηλαδή το twitter· το έμαθε και ο κ. Αντώνης Σαμαράς, που μπορεί μεν να περίμενε αντιδράσεις των κυβερνητικών εταίρων και κοινωνικών φορέων για το κλείσιμο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, αλλά προφανώς δεν περίμενε τον ομόθυμο σχεδόν ψόγο των Ευρωπαίων εταίρων. Η πολυπλοκότητα που κάνει ελλιπείς τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς φάνηκε ανάγλυφα και στην περίπτωση του σήματος της ΕΡΤ. Ενώ, όπως δείχνουν τα πράγματα, η κυβέρνηση είχε σχέδιο να κλείσει τους πομπούς των κρατικών καναλιών δεν υπολόγισε την παράμετρο ΕΒU, την ένωση δηλαδή ευρωπαϊκών καναλιών που συνέχισε την αναμετάδοση από την υπό κατάληψη ΕΡΤ. Κυρίως δεν υπολόγισε την εκστρατεία βάσης (grassroot campaign) που παρέκαμψε διά του Διαδικτύου την κυβερνητική απαγόρευση μετάδοσης μετά το κλείσιμο.
Πώς μπορεί, λοιπόν, να αποφασίζει ένας οργανισμός -και στην περίπτωσή μας μια κυβέρνηση- σε ένα διαρκώς πιο σύνθετο περιβάλλον, μεγιστοποιώντας τις πιθανότητες επιτυχίας μιας πολιτικής; Πώς μπορεί να αποτιμήσει εκ των προτέρων τις περισσότερες δυνατές παραμέτρους μιας απόφασης σε ένα εξαιρετικά σύνθετο περιβάλλον; Ισως διά της μεθόδου του κ. Γιώργου Παπανδρέου, που πρώιμα εισήγαγε στην ελληνική πολιτική διαδικασία. Η διαβούλευση, για την οποία τόσο επικρίθηκε, ωφελεί. Οχι μόνο διότι δημιουργεί ευρύτερες συναινέσεις. Κυρίως διότι είναι μια μορφή brainstorming διά του οποίου αποκαλύπτονται και λαμβάνονται υπόψη διάφορες παράμετροι ενός ζητήματος, παράμετροι που κανένας άνθρωπος ή μικρή ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί να σκεφτεί. Η διαβούλευση δεν είναι απλώς κάποιο δημοκρατικό ξόανο, το οποίο για ηθικούς λόγους όλοι οφείλουν να προσκυνούν και να εφαρμόζουν. Εχει πολιτικές ρίζες, αλλά οι επιχειρήσεις έδειξαν διά του brainstorming πόσο αποτελεσματική είναι. Τώρα, μάλιστα, πειραματίζονται, ανοίγοντας τη διαβούλευση στο ευρύ κοινό (βλ. σχετικά: «Wikinomics, η συμμετοχική οικονομία», «Καθημερινή», 25.5.2008).
Η διαβούλευση, λοιπόν, είναι μια διαδικασία που μεγιστοποιεί τις πιθανότητες επιτυχίας μιας απόφασης αλλά έχει ένα κακό: απαιτεί χρόνο και γι’ αυτό είναι ευάλωτη στον λαϊκισμό. Ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που δεν έχει καν παράδοση του απλού κοινοβουλευτικού διαλόγου, το πείραμα του κ. Παπανδρέου με τις διπλές αναγνώσεις νομοσχεδίων στο υπουργικό συμβούλιο, τη σύνθεση απόψεων σε κοινοβουλευτικές επιτροπές, την προσπάθεια εμπλοκής των πολιτών δια της ηλεκτρονικής διαβούλευσης, φαντάζει ως εξωτική πολυτέλεια.
Το τακτικό πλεονέκτημα του λαϊκισμού είναι ότι απλοποιεί μέχρι απλοϊκότητας, παραβλέποντας σημαντικές παραμέτρους της πραγματικότητας. Ειδικά τη δημοκρατική διαδικασία την απλοποιεί και μέχρι θανάτου της· «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται». Γίνεται ελκυστικός διότι (εκτός όλων των άλλων) κάνει την πολιτική να μοιάζει εύκολη και θέμα «τσαμπουκά», τον οποίο πολλοί μπερδεύουν με την «πολιτική βούληση». Αυτό στην αρχή μοιάζει ελκυστικό, αλλά μακροχρόνια γίνεται εκρηκτικό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.6.2013