Μία από τις πιο συνηθισμένες μομφές κατά των μέσων ενημέρωσης εμφανίστηκε στο απέραντο διαδικτυακό καφενείο τις ημέρες της ανείπωτης τραγωδίας στην Πύλο: «Ναι! Τώρα σας έπιασε ο πόνος για τους μετανάστες; Τόσα χρόνια δεν γράφατε τίποτε…».
Η αλήθεια είναι πως τα σοβαρά ΜΜΕ γράφουν συχνά και για το μεταναστευτικό. Είναι πολλοί όμως εκείνοι οι κήνσορες που δεν διαβάζουν τίποτε άλλο πέρα από αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό πιστοποιείται από την κυκλοφορία των εφημερίδων, την ακροαματικότητα των ενημερωτικών ραδιοφώνων, τις μετρήσεις τηλεθέασης που στέλνουν στα τάρταρα κάθε εκπομπή λόγου.
Η εύκολη εξήγηση είναι ότι «τα συστημικά ΜΜΕ είναι προκατειλημμένα, διαπλεκόμενα, πετσωμένα» και δεν συμμαζεύεται. Ας πούμε ότι είναι έτσι. Από την άλλη μεριά δεν βλέπουμε τα αντισυστημικά ΜΜΕ να ζουν μεγάλες δόξες. Δεν βλέπουμε να ευημερούν ούτε τα νεότευκτα διαδικτυακά ΜΜΕ. Σύμφωνα με την έκθεση του 2023 για την ενημέρωση στο Διαδίκτυο που έκανε το ινστιτούτο Reuters για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σε 46 χώρες, οι Ελληνες μαζί με τους Βουλγάρους σε ποσοστό 57% αποφεύγουν να ενημερώνονται «συχνά ή μερικές φορές». Αντιθέτως, σε χώρες που προκόβουν (σκανδιναβικές, Ταϊβάν, Ιαπωνία κ.λπ.) τα ποσοστά είναι κάτω του 20%. Κάθε χρόνο πέφτει και το ποσοστό εκείνων που ενημερώνονται απευθείας από ενημερωτικές σελίδες/εφαρμογές. Το εντυπωσιακότερο, δε, είναι ότι οι θεωρούμενοι «μετανάστες του ψηφιακού κόσμου», δηλαδή οι άνω των 35 ετών, ενημερώνονται σε μεγαλύτερο ποσοστό (20%) από ενημερωτικές σελίδες/ηλεκτρονικές εφαρμογές σε σχέση με τους «ιθαγενείς», δηλαδή τους 18-35 ετών, αυτούς που μεγάλωσαν μέσα στον ψηφιακό κόσμο (8%).
Η νεοφιλία και ο λαϊκισμός, που δεν χαρακτηρίζει μόνο τους πολιτικούς, έχει μια απλοϊκή εξήγηση. Τα ΜΜΕ «στραβά αρμενίζουν». Αυτό έχει αναλυθεί τόσο πολύ που κοντεύει να καταντήσει δόγμα. Η αλήθεια είναι ότι τα ΜΜΕ –και δη τα ελληνικά– έχουν πολλές αμαρτίες στις ντουλάπες τους. Είναι πρόχειρα, αβαθή και πολλάκις αγωγοί ψευδών ειδήσεων. Δεν μπορεί όμως στα εκατομμύρια προσπάθειες που γίνονται παγκοσμίως να μην έχει βρεθεί ένα επιτυχές μέσο ενημέρωσης· όχι σαν το TikTok, αλλά έστω με το ένα εκατομμυριοστό της αποδοχής του. Μήπως πρέπει να κοιτάξουμε και στην απέναντι πλευρά της γνωστής παροιμίας, δηλαδή του γιαλού που αρμενίζουμε, για να εξηγήσουμε την άλλη «μεγάλη παραίτηση» από το διάβασμα, τη γνώση, την ενημέρωση;
Το 2008, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος για τα 40 χρόνια από τον Μάη του ’68, ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Λικ Φερί έκανε μια απλή, αλλά σπουδαία παρατήρηση. Σύμφωνα με τη «νέα παιδαγωγική», μετά το 1968 «προσπαθήσαμε να γοητέψουμε τα παιδιά, να τα “αγκιστρώσουμε” μέσω ενός είδους “παιδαγωγικής της σαγήνευσης”: επιχειρήσαμε να προσελκύσουμε πρώτα τα παιδιά και μετά να τα βάλουμε να δουλέψουν. Η θέση μου είναι πως τα πράγματα συμβαίνουν ανάποδα: πρώτα δουλεύουμε, μετά ενδιαφερόμαστε για το αντικείμενο της εργασίας μας. Επιπλέον, δυστυχώς, δεν γίνεται να υπάρξει γνώση χωρίς κόπο».
Δεν είναι ζήτημα μόνο κόπου. Το διάβασμα, σε αντίθεση με τις κινούμενες εικόνες του TikTok, είναι μια εντελώς αφύσικη διαδικασία. Η «παιδαγωγική σαγήνευση» δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ουδείς μπορεί να καταλάβει τις ευεργεσίες της ανάγνωσης, αν δεν διαβάσει πρώτα. Το ερώτημα που κάνουν πολλοί έφηβοι για κάθε βιβλίο, κάθε περιοχή γνώσης, «και σε τι θα μου χρειαστεί αυτό;», δεν έχει απάντηση, αφού ο αδιάβαστος έφηβος δεν έχει τα γνωστικά εφόδια για να καταλάβει. Το παλιό δέλεαρ της επαγγελματικής αποκατάστασης δεν λειτουργεί πια, αφού υποσχόμαστε στους νέους πέντε, έξι, δέκα αλλαγές καριέρας στον εργασιακό βίο τους.
Δεν γνωρίζουμε ποια είναι η απάντηση σε αυτό το μεγάλο πρόβλημα. Καιρός όμως είναι να τεθούν και τα ασεβή ερωτήματα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 25.6.2023