Η πολιτική του σταρ-σίστεμ
Από το 1961 που ο Τζον Κένεντι κέρδισε ελέω ενός «τηλεοπτικού ντιμπέιτ» (έχοντας απέναντι τον λιγότερο φωτογενή Ρίτσαρντ Νίξον) την προεδρία των ΗΠΑ η μικρή οθόνη έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της εκλογικής διαδικασίας. Η εικόνα μπήκε στην πολιτική με το πρόσχημα της ανταλλαγής απόψεων, αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Κυριάρχησε επί του λόγου κι έγινε το βασικό συστατικό του πολιτικού γίγνεσθαι.
Στην αρχή, η διαδικασία χαιρετίστηκε ως εκδημοκρατισμός της πολιτικής λειτουργίας. Κάθε πολίτης έχει πλέον τους υποψήφιους στο σαλόνι του για να του εξηγούν τα αγαθά που θα πράξουν όταν και αν εκλεγούν. Μόνο που κανείς δεν πρόσεξε τότε την καταλυτική (και κατά πολλούς καταστροφική) επίδραση που είχε η εικόνα επί του πολιτικού λόγου. Η πρώτη μεταφέρει εντυπώσεις, αφαιρεί την ψυχραιμία σκέψης που απαιτείται στην πολιτική διαδικασία. Μια εικόνα δεν αξίζει χίλιες λέξεις (όπως λανθασμένα αποδίδεται σε κινεζική παροιμία – στην πραγματικότητα είναι απόφθεγμα του λογοτέχνη Φρέντερινκ Μπαρνό) αλλά διεγείρει χιλιάδες συναισθήματα. Οι πολιτικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν την τηλεόραση ως μαθητευόμενοι μάγοι, μη κατανοώντας όμως ότι στην ουσία η τηλεόραση χρησιμοποιούσε αυτούς.
Φτάσαμε σε μια εποχή πλέον που η τηλεοπτική παρουσία σημαίνει πολιτική επιβίωση. Μέσα σε ένα καταιγισμό πληροφοριών, ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, χαμένων οραμάτων, ο πολίτης ψηφίζει εκείνο που φαντάζει πιο οικείος. Δεν έχουν σημασία πλέον οι θέσεις ή οι ικανότητες ενός πολιτικού, αλλά η δυνατότητα να κάνει το μέσο τηλεθεατή να πει «τα λέει καλά ο τάδε», εννοώντας, φυσικά, «έχει καλή σκηνική παρουσία ο τάδε».
Είναι τέτοια η φύση του Μέσου που αφαιρεί κάθε νόημα από την πολιτική διαδικασία γιατί, όπως λέει και ο καθηγητής του NYU Νιλ Πόστμαν «καλή τηλεόραση είναι εκείνη που είναι γεμάτη εξωτικές κι ενδιαφέρουσες εικόνες. Οι εικόνες όμως πνίγουν τις λέξεις, πνίγουν το νόημα.. Η εικόνα είναι αναπαράσταση της εμπειρίας κι όχι σχόλιο πάνω στην εμπειρία. Για το τελευταίο έχουμε τον γραπτό λόγο».
Αλλά και οι κανόνες του Μέσο είναι έτσι φτιαγμένοι ώστε να αφαιρείται κάθε νόημα από την πολιτική διαδικασία. Ένα παράδειγμα: Σε δύο χρόνια μάξιμουμ θα κληθούν οι πολιτικοί αρχηγοί σε «τηλεοπτικό ντιμπέιτ» για να εξηγήσουν (υποτίθεται) την πολιτική τους σε κρίσιμα και περίπλοκα ζητήματα: ελληνοτουρκικά, ασφαλιστικό, Βαλκάνια κ.λ.π. Θα έχουν δύο λεπτά για κάθε θέμα! Μπορεί να γίνει ευπρεπής ανάλυση σε 120 δευτερόλεπτα; Φυσικά όχι, αλλά μπορούν να κερδηθούν ή να χαθούν εντυπώσεις.
Έτσι λοιπόν φτάνουμε σε πολιτικούς δύο κατηγοριών. Στους μαϊντανούς της τηλεόρασης που δεν έχουν τίποτε να πουν και συμπυκνώνουν την ανοησία τους σε μια ατάκα, και σ’ εκείνους που δουλεύουν, παράγουν θέσεις, παράγουν έργο αλλά δεν έχουν το χρόνο να βγουν στην μικρή οθόνη –αλλά κι αν βγουν δεν έχουν το χρόνο να εξηγήσουν. Οπότε συνολικά το πολιτικό σύστημα βγαίνει χαμένο, αφού οι πιο ρηχοί και οι πλέον θεατρίνοι θα κυριαρχήσουν.
Υπάρχει λύση σ’ αυτή τη κατρακύλα της πολιτικής. Όχι, παρά μόνο η προσωπική αντίσταση. Εγώ θα ψηφίσω εκείνο ή εκείνη που θα δω λιγότερο στην τηλεόραση, ελπίζοντας πως είναι άνθρωπος της δουλειάς κι όχι του θεαθήναι. Τους άλλους, που τους βλέπω σ’ όλα τα κανάλια, είμαι σίγουρος πως δεν δουλεύουν. Που να προκάνουν με τόσες εμφανίσεις;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Aπογευματινή» στις 2.6.2002