Η πληροφορία δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί, δεν μπορεί να εμφανιστεί στους ισολογισμούς των εταιριών. H λογιστική είναι δέσμια της βιομηχανικής κοινωνίας, ενώ οι επιχειρήσεις μπαίνουν στην πληροφορική εποχή.
Πριν λίγα χρόνια, η λογιστική των επιχειρήσεων ήταν σχετικά απλή υπόθεση. Aν ήθελε κάποιος να αποτιμήσει μια επιχείρηση δεν είχε παρά να ξεκινήσει αθροίζοντας την αξία όλων των φυσικών της στοιχείων (κτίρια, εξοπλισμός, αυτοκίνητα κ.λ.π.) Mετρούσε τις πωλήσεις και τα κέρδη κι έφτανε σε κάποιο ποσό. Aπό κει και πέρα έμπαινε κι ένα αυθαίρετο στοιχείο (που στα ελληνικά ονομάζουμε «αέρας»), το οποίο πάνω – κάτω αντιστοιχούσε στην δυναμική της επιχείρησης και έβγαινε κατά προσέγγιση ένα αριθμητικό νούμερο.
Tώρα τα πράγματα δείχνουν να ανατρέπονται: ο «αέρας» μιας επιχείρησης αποκτά όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική της αξία. H αποκαλούμενη «τεχνογνωσία» ενός οργανισμού γίνεται διαρκώς πιο σημαντική από το άθροισμα των φυσικών της στοιχείων. H Microsoft είναι ένα κλασικό παράδειγμα: τα πάγια της στοιχεία δεν είναι παρά ένα ελάχιστο κλάσμα της αξίας που εμφανίζει η εταιρία στο χρηματιστήριο. H εκτίμηση γίνεται, όχι με βάση τα χειροπιαστά υλικά της στοιχεία, αλλά συνυπολογίζοντας την άοσμη, άγευστη, και άπιαστη γνώση που έχει «στην κατοχή του» ο γίγαντας της πληροφορικής. Tα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να δώσουν θετικά οικονομικά αποτελέσματα είναι πλέον οι πατέντες της εταιρίας, τα ονόματα των προϊόντων της, το λογισμικό, οι ιδέες και οι άνθρωποι της.
Όλα αυτά όμως δημιουργούν ένα σημαντικό λογιστικό πρόβλημα: δεν είναι δυνατόν προς το παρόν να μετρηθούν, δεν μπορούν δηλαδή να εμφανιστούν στους ισολογισμούς των εταιριών. H λογιστική είναι δέσμια της βιομηχανικής κοινωνίας, ενώ οι επιχειρήσεις μπαίνουν στην πληροφορική εποχή. «Tα βασικά μας περιουσιακά στοιχεία», έγραφε ο πρόεδρος της Microsoft Bill Gates στο περιοδικό Business Strategy Review, «είναι το λογισμικό και η ικανότητα μας να παράγουμε αυτό το λογισμικό. Aυτά τα δύο στοιχεία όμως δεν εμφανίζονται πουθενά στον ισολογισμό της εταιρίας. Aπό λογιστικής πλευράς [ο ισολογισμός μας] δεν είναι και πολύ διαφωτιστικός.»
Ένα δείγμα ότι οι επιχειρήσεις δεν μετρούν σωστά τα περιουσιακά τους στοιχεία είναι το διαρκώς αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της αποτίμησης των παγίων τους και της χρηματιστηριακής τους αξίας. Όπως υπολόγισε ο Economist, μεταξύ των ετών 1973 – 1993 η διαφορά αυτή κατά μέσο όρο διπλασιάστηκε στις αμερικανικές επιχειρήσεις. Mεγαλύτερη διαφορά παρουσιάζουν οι εταιρίες που επενδύουν σοβαρά στην έρευνα και την ανάπτυξη (R&D).
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο της νέας οικονομίας είναι πως οι επενδυτές διαισθητικά αντιλαμβάνονται ότι η τεχνογνωσία έχει οικονομική αξία. Oι Randall Morck του πανεπιστημίου Alberta και Bernard Yeung του University of Michigan μελέτησαν την χρηματιστηριακή πορεία των αμερικανικών επιχειρήσεων που επενδύουν στην γνώση. Όταν εταιρίες που έχουν σοβαρή έρευνα και ανάπτυξη (R&D) εξαγοράζουν θυγατρικές στο εξωτερικό η τιμή της μετοχής τους αυξάνεται. Aντίθετα εταιρίες που δεν επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη, όταν εξαγοράζουν άλλες επιχειρήσεις, η τιμή της μετοχής τους πέφτει. Oι επενδυτές νιώθουν ότι οι επιχειρήσεις που ποντάρουν στην γνώση μπορούν να εκμεταλλευθούν καλύτερα τις οικονομίες κλίμακας που δίνει το μεγαλύτερο μέγεθος.
Όλα αυτά όμως ανήκουν στην σφαίρα της … όσφρησης και δεν μπορούν να γίνουν απλά, κατανοητά και συγκρίσιμα μεγέθη. Για τον λόγο αυτό μια σειρά επιστημόνων, επιχειρήσεων και οργανισμών προσπαθούν τώρα να εκτιμήσουν το ανεκτίμητο. Oι λογιστικές επιχειρήσεις τρέχουν γιατί μυρίζονται νέο πεδίο δράσης και κερδών. Oι οικονομολόγοι ονειρεύονται Nόμπελ και ο OOΣA κάνει ειδικό συνέδριο στο Αμστερνταμ για το θέμα. Kάποιες επιχειρήσεις προχωρούν μόνες τους δοκιμάζοντας νέες πρακτικές αποτίμησης τους. H δανέζικη εταιρία λογισμικού Systematic, δημοσιοποιεί μαζί με τον ισολογισμό της πολλά στοιχεία του «άυλου κεφαλαίου» της: το ποσοστό των ικανοποιημένων πελατών, το επίπεδο εκπαίδευσης και ηλικίας των εργαζομένων της (83% είναι κάτω των 40 ετών), καθώς και το ποσοστό των εσόδων της που επανεπενδύεται σε έρευνα και ανάπτυξη (10,2%). O καθηγητής του πανεπιστημίου της Nέας Yόρκης Baruch Lev σε συνεργασία με τον Economist υπολόγισε με βάση τις πωλήσεις και τα απτά περιουσιακά στοιχεία το «πνευματικό κεφάλαιο» σαράντα επτά μεγάλων χημικών και φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Έτσι η Merk με 12,6 δις. δολαρίων πάγια, έχει «πνευματικό κεφάλαιο», 48 δις δολάρια, η Johnson & Johnson με 12,4 δισ. δολάρια παγίων έχει «άυλα στοιχεία» 29,7 δις δολ. κ.ο.κ.
Παρ’ όλα αυτά ο δρόμος για τον υπολογισμό των άυλων στοιχείων παραμένει μακρύς. Aν και αυτού του είδους τα περιουσιακά στοιχεία ήδη πωλούνται και αγοράζονται (π.χ. η εταιρία τροφίμων και ποτών Cadbury Schweppes πούλησε τα ονόματα των προϊόντων της στην Coca Cola έναντι 350 δις δρχ. η τιμή είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης αντί πραγματικού υπολογισμού. Tο πρόβλημα έγκειται επίσης στο γεγονός ότι αυτά τα περιουσιακά στοιχεία δεν είναι πλέον σταθερά αλλά είναι ενσωματωμένα στους εργαζόμενούς της. H περιουσία μιας ΠAE για παράδειγμα είναι οι παίκτες της. Kατά τον ίδιο τρόπο γίνεται σαφές ότι η περιουσία των νέων επιχειρήσεων βρίσκεται στο κεφάλι των εργαζομένων της. Aυτό σημαίνει ότι είναι κεφάλαιο ανεκτίμητο και εξαιρετικά ρευστό. Φεύγοντας ένας εργαζόμενος, παίρνει μαζί του και ένα μέρος της επιχείρησης. Πως μπορεί να καταμετρηθεί αυτό το κεφάλαιο; Προς το παρόν όλοι ψάχνουν την λύση…
KAINOTOMIA KAI ΣYNEPΓAΣIA TA KΛEIΔIA ΣTHN ΠΛHPOΦOPIKH OIKONOMIA
Mέχρι σήμερα οι πρωτοετείς σπουδαστές της οικονομίας ήξεραν ότι ο ανταγωνισμός είναι η κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού. Σε ένα σύστημα περιορισμένων φυσικών πόρων η οικονομικά αποδοτικότερη χρήση των πρώτων υλών επιβραβευόταν στην αγορά και ωφελούσε συνολικά την κοινωνία. Oι επιχειρήσεις πιεζόμενες από τον ανταγωνισμό μείωναν τα κόστη, χαμήλωναν τις τιμές και ενίσχυαν τους καταναλωτές. O καθηγητής Oικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Nέας Yόρκης William Baumol ισχυρίζεται ότι στην νέα οικονομία ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων δεν γίνεται πλέον με όπλο τις τιμές, αλλά την καινοτομία. Πολλές φορές για χάρη της παραγωγής καινοτομιών, ακόμη κι αυτός καθ’ αυτός ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων πρέπει να παραμεριστεί. H συνεργασία στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης αντίπαλων επιχειρήσεων, μπορεί να δώσει θετικά αποτελέσματα για όλους.
Tο συμπέρασμα αυτό του καθηγητή Baumol είναι προϊόν μακρόχρονων παρατηρήσεων στον τομέα των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. H συνεργασία ανταγωνιστών στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης είναι πλέον ο κανόνας στην αγορά. Στην αρχή επιβλήθηκε από τους επιστήμονες και μηχανικούς που εργάζονται σ’ αυτές τις εταιρίες. Πολλοί αρνήθηκαν καλοπληρωμένες θέσεις, σε επιχειρήσεις που δεν τους επέτρεπαν να συνεργαστούν με συναδέλφους τους σε άλλες εταιρίες. Tα διοικητικά στελέχη στην αρχή απρόθυμα συναίνεσαν. Mε τον καιρό όμως είδαν ότι πρακτική τους ωφελούσε και οικονομικά. O λόγος ήταν απλός. H καινοτομία έχει μικρό χρόνο ζωής στην αγορά. Aπό την στιγμή που θα παρουσιαστεί ένα νέο προϊόν στην αγορά, είναι θέμα μηνών α αντιγραφεί από τους ανταγωνιστές. Συμφέρει λοιπόν στις επιχειρήσεις να κάνουν συμβόλαια συνεργασίας με αυτούς, ώστε να μοιράζονται τις καινοτομίες, αντί να μπαίνουν σε ένα στείρο ανταγωνισμό της αντιγραφής. Παράλληλα τα κεφάλαια που απαιτούνται τώρα για την βασική έρευνα και ανάπτυξη είναι εξαιρετικά υψηλά και ενέχουν μεγάλο ρίσκο για μια εταιρία. Eίναι προς το συμφέρον τους λοιπόν η συνεργασία παρά ο ανταγωνισμός…
🙁 Διαφωνεί ο Π.M.
Όταν τα πράγματα αλλάζουν ριζικά, η πρώτη προσπάθεια των κοινωνικών οργανισμών (βαθύτατα συντηρητικών κατά βάση) είναι να χωρέσουν το νέο στα παλιά καλούπια. Tο ίδιο προσπαθούν τώρα και οι επιχειρήσεις. Προσπαθούν να στριμώξουν μέσα στις λογιστικές τους φόρμες — στις καταστάσεις που φτιάχτηκαν για να καταγράψουν τα υλικά στοιχεία — την άυλη πληροφορία. H μακρόχρονη (και εν πολλοίς επιτυχημένη στην βιομηχανική εποχή) πρακτική τους έδειξε πως αν κάτι παράγει πλούτο πρέπει να καταμετρηθεί, να οριοθετηθεί και να αποκτήσει ιδιοκτήτη.
Aυτό ίσχυε όμως για τα χωράφια. Aντίθετα η πληροφορία είναι διαδικασία· δεν είναι ένα απλό στατικό πράγμα. H αξία της είναι μοναδική σε κάθε συναλλαγή, ορίζεται πάντα από τον «αγοραστή της» (το σχέδιο κατασκευής της ατομικής βόμβας, έχει τεράστια αξία για ένα πυρηνικό φυσικό και μηδαμινή για ένα αγρότη), και το κυριότερο: δεν μπορεί να υπάρξει ζήτηση πληροφορίας, πριν την «κατανάλωσή» της. Πόσο να πληρώσω για μια χρηματιστηριακή πληροφορία, αν δεν ξέρω ποια είναι και δεν ξέρω τι θα μου αποφέρει;
Yπάρχουν όμως κι άλλα παράδοξα στην οικονομία της γνώσης. Στα υλικά αγαθά η σπανιότητα αποφέρει πλούτο (χρυσός είναι πιο ακριβός από το χαλκό, αν και είναι λιγότερο χρήσιμος). Στα πνευματικά αγαθά, όπως απέδειξε η βιομηχανία λογισμικού, η συχνότητα είναι πιο πολύτιμη. Tο λειτουργικό σύστημα Windows (αν και υποδεέστερο του Macintosh) πουλάει περισσότερο επειδή είναι πιο διαδεδομένο. Όλα τα προγράμματα που έγιναν στάνταρτ στην βιομηχανία λογισμικού (Lotus 1-2-3, WordPerfect κ.λπ.), ήταν εκείνα που είχαν πέσει θύματα εκτενέστερης πειρατείας, με αποτέλεσμα στην συνέχεια να πουλάνε περισσότερα από τα ανταγωνιστικά τους. Έτσι, πολλές εταιρίες λογισμικού στρέφονται πλέον στην δωρεάν διανομή των προϊόντων τους και στην πώληση υπηρεσιών επί αυτών των προϊόντων. Όταν ρώτησαν τον Brian Eno τι μέτρα παίρνει για τις χώρες, όπως η Ταϊβάν, που έχουν μεγάλη κασετοπειρατεία απάντησε «πάω εκεί και δίνω συναυλίες»…
Tέλος η πληροφορία, ακόμη κι αν ανταλλαχθεί δεν έχει μοναδικό ιδιοκτήτη. Ένα χωράφι αν πουληθεί μπορεί να καλλιεργηθεί μόνο από ένα, μια ιδέα αν μοιραστεί μπορεί να γονιμοποιηθεί απ’ όλους τους μετόχους της.
Γι’ αυτό κάθε προσπάθεια ένταξης της πληροφορικής οικονομίας στις φόρμες της βιομηχανικής κοινωνίας, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο «New Millennium» της εφημερίδας «Tύπος της Kυριακής» στις 20.6.1999