Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει άλλη χώρα στην οποία, έξι μήνες μετά τις εκλογές, συζητούν πότε θα γίνουν οι επόμενες. Δεν ξέρουμε επίσης αν οι αντιπολιτεύσεις σοβαρολογούν, όταν ένα χρόνο μετά τα αποτελέσματα της κάλπης, ζητούν από κυβερνήσεις με νωπή λαϊκή εντολή να φύγουν διότι «δεν σας αντέχει άλλο ο τόπος».
Στην Ελλάδα, πάντως, αυτός είναι ο κανόνας. Ο δημόσιος πολιτικός διάλογος περιορίζεται στον χρόνο του ανασχηματισμού, στον χρόνο των εκλογών, συν συνθήματα για μια «καλύτερη Ελλάδα» και δάκρυα για τα ντέρτια του λαού. Οι μελοδραματισμοί και οι «εντάσεις» στη Βουλή έχουν την τιμητική τους. Αυτό που λέμε και τάχα αποζητούμε, δηλαδή προτάσεις για τα «σοβαρά προβλήματα του τόπου», δεν έχει καμιά ελπίδα. Αν κάποιος πει καμιά κουβέντα παραπάνω για το τι πρέπει να γίνει, μαύρο σκοτάδι που τον έφαγε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού ήταν όταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης το 2008 είχε αναφερθεί, στη Βουλή, για την πιθανότητα προσφυγής της Ελλάδας στο ΔΝΤ, και όλοι επιχειρηματολογούσαν πόσο χολωμένος ήταν με τον κ. Γιώργο Παπανδρέου και δεν ανέφερε ούτε μία φορά στην ομιλία του τη λέξη ΠΑΣΟΚ.
Κατ’ αντιστοιχία, δεν πρέπει να υπάρχει άλλη χώρα που να έχει αλλάξει πιο πολλές φορές τον εκλογικό της νόμο. Αλλοτε απλή, άλλοτε ενισχυμένη αναλογική· μερικές φορές πλειοψηφικό και άλλες πιο αναλογικό· πότε τριάντα, πότε σαράντα, πότε πενήντα έδρες μπόνους· άλλοτε είναι ριγμένο το δεύτερο κόμμα και άλλοτε τα τριτοτέταρτα. Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος μάς λέει ότι από το 1926, οπότε πρωτοεφαρμόστηκε η εκλογή με ψηφοδέλτια, είχαμε τόσους εκλογικούς νόμους όσες σχεδόν ήταν οι εκλογές. Το 1926 είχαμε απλή αναλογική, το 1928 πλειοψηφικό, το 1932 αναλογική, το 1933 πλειοψηφικό κ.ο.κ. Οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις άλλαζαν το εκλογικό σύστημα σαν τα πουκάμισα. Με διαφορετικούς νόμους έγιναν οι εκλογές το 1951, 1953, 1956, 1961 κ.λπ. Το 1956 μάλιστα, με το αποκαλούμενο «τριφασικό» (επειδή συνδύαζε το πλειοψηφικό, το ημιαναλογικό και το αναλογικό σύστημα), η ΕΡΕ με 47% των ψήφων πήρε 165 έδρες, ενώ ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης με 48% των ψήφων πήρε 132 έδρες!
Αλλά και στη Μεταπολίτευση με άλλο νόμο έγιναν οι εκλογές του 1974, άλλος ίσχυε το 1977, άλλος το 1985, «απλή αναλογική +1» το 1980-90, ενισχυμένη το 1993, με τον νόμο Σκανδαλίδη έγιναν οι εκλογές του 1996 έως το 2007, με τον νόμο Παυλόπουλου (που αύξησε τις 40 πλειοψηφικές έδρες σε 50) και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ θέσπισε την απλή αναλογική, την οποία άλλαξε η νυν κυβέρνηση σε ενισχυμένη.
Η συνταγματική αναθεώρηση του 2000, που προβλέπει κάθε νέο εκλογικό σύστημα να ισχύει για τις μεθεπόμενες εκλογές, θεράπευσε κάπως την παθογένεια αλλά δημιούργησε νέες πολυπλοκότητες. Ετσι, σήμερα το «πολιτικό διακύβευμα» δεν είναι οι επόμενες εκλογές, αλλά τα κομματικά επιτελεία προβληματίζονται για το τι θα γίνει στις μεθεπόμενες. Αρκεί (σύμφωνα με τις τωρινές δημοσκοπήσεις) το κλιμακωτό μπόνους των 30 εδρών ή μήπως πρέπει να ξαναλλάξουν τον εκλογικό νόμο; Με αυτή την αγωνία θα ζούμε…