Το πρόβλημα με τον Λαλάκη δεν συνίσταται στο γεγονός ότι είναι «εισαγόμενος». Συνίσταται στο γεγονός ότι δεν είναι «εξαγόμενος». Καταλήγει στο ταμείο ανεργίας όχι γιατί φοράει «πουκαμισάκι εισαγωγής», αλλά γιατί δεν πούλησε μήλα, κρόκο, κρασί, φάβα Σαντορίνης, software στο εξωτερικό.
Μια νότα απ’ τα παλιά εμφανίζεται τον τελευταίο καιρό στα κανάλια. Το διαφημιστικό της δεκαετίας του ’80 δείχνει τον ηθοποιό Νίκο Παπαναστασίου να διαφημίζει τη φορεσιά του, που κάθε κομμάτι της είναι εισαγόμενο, και να καταλήγει στο γκισέ του ΟΑΕΔ ζητώντας το επίδομα ανεργίας. Το ηθικοπλαστικό μήνυμα της ταινίας είναι: «Αγοράζοντας εισαγόμενα, την πληρώνουμε όλοι. Γιατί έτσι ενισχύουμε την ανεργία και τον πληθωρισμό. Γι’ αυτό: ο επιμένων ελληΝΙΚΑ».
Το σποτ που είχε το ύφος και την αισθητική των διαφημίσεων της «Αλλαγής» (ακόμη και οι γραμματοσειρές ήταν ίδιες με αυτές που χρησιμοποιούσε τότε το ΠΑΣΟΚ) είχε και τη φιλοσοφία της. Κάτι μεταξύ εθνικής απομόνωσης που τότε λεγόταν «Εθνική Ανεξαρτησία» και μισές αλήθειες που έφτιαχναν ένα ολόκληρο ψέμα. Διότι ναι μεν η ανεργία ήταν προϊόν του διευρυνόμενου ελλείμματος στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, αλλά ο πληθωρισμός ήταν κυβερνητικό αμάρτημα: οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’80 μοίραζαν υπέρογκες αυξήσεις τυπώνοντας αφειδώς χαρτονομίσματα που δεν είχαν αντίκρισμα σε πραγματικό πλούτο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πληθωρισμός.
Αξαφνα και με αφορμή την κρίση, η διαφήμιση με τον «εισαγόμενο Λαλάκη» απέκτησε νέα ζωή. Ο Σύνδεσμος Προώθησης Ελληνικών Προϊόντων που δημιουργήθηκε το 1985 νεκραναστήθηκε και η κ. Βούλα Πατουλίδου τηλεοπτικώς συμπληρώνει (τρις) να επιμένουμε ελληνικά. «Σήμερα είναι ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, να αγοράζουμε ελληνικά», καταλήγει η διαφήμιση.
Να αγοράζουμε -δεν λέμε!- αλλά ανεξαρτήτως τιμής και ποιότητας; Μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα που οι καταναλωτές είναι αποφασισμένοι να δώσουν και 30% περισσότερο για να αγοράσουν ελληνικό αρνάκι αντί αλβανικό. Αυτό κάτι σημαίνει…
Το πρόβλημα με τα ελληνικά προϊόντα στις δεκαετίες της αποβιομηχάνισης (’70-’80) δεν ήταν η ξενομανία των Ελλήνων. Ηταν ότι οι εθισμένοι στον προστατευτισμό του κράτους Ελληνες επιχειρηματίες δεν φρόντισαν να κάνουν ανταγωνιστικά τα προϊόντα τους· δεν φρόντισαν να βελτιώσουν ούτε την ποιότητα ούτε τις τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν γυμνοί στον ανταγωνισμό λόγω ένταξης στην ΕΟΚ. Τα τείχη και οι δασμοί της μεταπολεμικής περιόδου δεν προστάτευαν την εθνική οικονομία -όπως υπονοεί η διαφήμιση- αλλά συγκεκριμένους επιχειρηματίες.
Η ξενομανία που διακωμωδεί ο «εισαγόμενος Λαλάκης» του διαφημιστικού σποτ δεν γεννήθηκε στο κενό, ούτε ήταν καπρίτσιο των ιθαγενών που θαμπώθηκαν από χάντρες και μεταλλικά ταμπελάκια των ρούχων. Διαμορφώθηκε στα χρόνια του προστατευτισμού των επιχειρηματιών (και ουχί της οικονομίας), οι οποίοι με τη συνδρομή των «φίλων υπουργών» και με εθνοπρεπή θούρια, γέμιζαν την ελληνική αγορά με ακριβά και χαμηλής ποιότητας προϊόντα. Ηταν οι Ελληνες επιχειρηματίες που δημιούργησαν την αντίληψη ότι τα ξένα προϊόντα είναι και ποιοτικά. Οι καταναλωτές το έμαθαν, το είχαν ζήσει τις εποχές του προστατευτισμού και γι’ αυτό τα προτιμούσαν τα ξένα.
Απόδειξη των παραπάνω είναι ότι υπήρξαν κλάδοι που δεν κατέρρευσαν μετά το άνοιγμα των συνόρων αλλά αντιθέτως ενισχύθηκαν. Στον κλάδο τροφίμων, για παράδειγμα, υπάρχουν best-seller γηγενή προϊόντα. Οχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό· τα ελληνικά προϊόντα που πουλούν στο εξωτερικό έχουν εκτοπίσει και τις εισαγωγές στο εσωτερικό. Δεν είναι, δηλαδή, ότι είμαστε «εθνικά ευαίσθητοι» στο γιαούρτι και «εθνικά αναίσθητοι» στα τζιν. Απλώς στη βιομηχανία τροφίμων πολλές επιχειρήσεις αποφάσισαν να επενδύσουν στην ποιότητα και στην αυξημένη παραγωγικότητα, ενώ σε άλλους κλάδους οι επιχειρηματίες αποφάσισαν να ποντάρουν στη σημαία, η οποία από τον καιρό του Σάμιουελ Τζόνσον είναι «το τελευταίο καταφύγιο των παλιανθρώπων».
Ο Σύνδεσμος Προώθησης Ελληνικών Προϊόντων, λοιπόν, προσπαθεί να λύσει τα λάθος προβλήματα. Αντί να ξεκινήσει μια καμπάνια για τους επιχειρηματίες ώστε να βγάζουν καλύτερα προϊόντα, προσπαθεί να πείσει τους Ελληνες να αγοράζουν (και) κακά προϊόντα, μόνο και μόνο επειδή έχουν ελληνική σημαία. Επομένως, ακόμη και αν διά μαγείας αποφασίζαμε να αγοράζουμε όλοι μόνο ελληνικά (και με την προϋπόθεση ότι θα τα βρίσκαμε), τιμωρώντας προϊόντα καλύτερα επειδή είναι εισαγόμενα, απλώς θα επιβραβεύαμε τους κακούς επιχειρηματίες οι οποίοι δεν κάνουν το εθνικό τους καθήκον να γίνουν ανταγωνιστικοί. Θα μεταφέραμε, δηλαδή, το κόστος της κακής επιχειρηματικότητας στους καταναλωτές, κάτι που γινόταν με το ζόρι την εποχή που το κράτος προστάτευε τους επιχειρηματίες, αντί να προστατεύει τους καταναλωτές.
Το άλλο πρόβλημα με τον Λαλάκη δεν συνίσταται στο γεγονός ότι είναι «εισαγόμενος». Συνίσταται στο γεγονός ότι δεν είναι «εξαγόμενος». Καταλήγει στο ταμείο ανεργίας όχι γιατί φοράει «πουκαμισάκι εισαγωγής», αλλά γιατί δεν πούλησε μήλα, κρόκο, κρασί, φάβα Σαντορίνης, software στο εξωτερικό. Το πρόβλημά του δεν είναι οι εισαγωγές, αλλά το γεγονός ότι αυτές δεν αντισταθμίζονται από εξαγωγές.
Εκ των πραγμάτων, τα δέκα εκατομμύρια των Λαλάκηδων αυτής της χώρας δεν φτάνουν για να τα παράγουν όλα. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον το δούναι και λαβείν με τον έξω κόσμο σημαίνει ευημερία για τον πληθυσμό. Οχι μόνο γιατί οι καταναλωτές αποκτούν προϊόντα που δεν μπορούν να παραχθούν εγχωρίως, π.χ. κινητά τηλέφωνα, αλλά γιατί μπορούν να αποκτούν φθηνά ακόμη και προϊόντα που παράγονται εδώ. Οι χαμηλές τιμές είναι μια άλλη μορφή ευημερίας. Για παράδειγμα: σε χώρες με απέραντες πεδινές εκτάσεις η παραγωγή σιτηρών είναι πολύ πιο εύκολη και φθηνή διαδικασία απ’ ό,τι στους περιορισμένους ελληνικούς αγρούς. Μας συμφέρει περισσότερο, λοιπόν, να εισάγουμε τα σιτηρά από την Ουκρανία και στους μικρότερους δικούς μας αγρούς να παράγουμε προϊόντα που στις εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες των Βορείων δεν μπορούν να αναπτυχθούν. Είναι αυτό που οι οικονομολόγοι λένε «να εκμεταλλευτούμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα».
Επομένως, το στοίχημα της χώρας δεν είναι στο εγχώριο εμπόριο, αλλά στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Πώς θα κάνουμε προϊόντα τα οποία θα στέκονται στις διεθνείς αγορές, που θα φέρνουν συνάλλαγμα στη χώρα για να αγοράζουμε όλα τα εισαγόμενα που δεν μπορούμε ή δεν μας συμφέρει να παράγουμε. Εκεί πάσχουμε και όχι στις εισαγωγές. Και το καλύτερο όλων: αν τα ελληνικά προϊόντα μπορούν να σταθούν στις διεθνείς αγορές, θα πουλούν και στην ελληνική, από επιλογή και όχι από υποχρέωση στη γαλανόλευκη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.5.2013