Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά για να ξεμπερδεύουμε: χρειάζεται δημόσια ραδιοτηλεόραση η Ελλάδα;
Η απάντηση είναι ότι κανείς δεν λέει όχι· ούτε οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι, ίσως επειδή και παρά όσα θρυλούνται δεν υπάρχουν ακραίοι νεοφιλελεύθεροι στη χώρα μας.
Το επόμενο ερώτημα είναι πόση δημόσια ριαδιοτηλεόραση χρειάζεται η Ελλάδα; Σ’ αυτό υπάρχει η απλή απάντηση: όση μπορούμε να πληρώσουμε. Κι επειδή στην Ελλάδα γενικώς είμαστε χουβαρντάδες -συνήθως με τα λεφτά των άλλων- υπάρχει και η σύνθετη: τόση όση μεγιστοποιεί την σχέση οφέλους και κόστους.
Ναι, πρέπει να υπάρχει ένα ενημερωτικό κανάλι διότι ο ιδιωτικός τομέας απέτυχε παταγωδώς στον τομέα της ενημέρωσης. Τα ιδιωτικά κανάλια δεν έχουν δελτία ειδήσεων, έχουν τηλεοπτικά καφενεία που παίρνουν ως αφορμή τις ειδήσεις για κουβεντολόι.
Ναι πρέπει να υπάρχει ένα κανάλι πολιτισμού, διότι παρά την συνταγματική επιταγή ο πολιτισμός στα ιδιωτικά κανάλια είναι πιο σπάνιος κι από το νερό στην έρημο Σαχάρα.
Ναι πρέπει να υπάρχει ένα κανάλι εκπαιδευτικής τηλεόρασης διότι και σ’ αυτό ο ιδιωτικός τομέας απέτυχε παταγωδώς.
Ατό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν πέντε κανάλια (ΕΤ1, ΝΕΤ, ΕΤ3, ERT world, ΕΡΤ HD), επτά ραδιοφωνικοί σταθμοί με έδρα την Αθήνα (91,6 Πρώτο Πρόγραμμα, 103,7 Δεύτερο Πρόγραμμα, 90,9 Τρίτο Πρόγραμμα, 93,6 Kosmos, 101,8 ΕΡΑ Σπορ, 106,7 Φιλία, Πέμπτο Πρόγραμμα-Φωνή της Ελλάδας), τρεις ραδιοφωνικοί σταθμοί με έδρα τη Θεσσαλονίκη (95,8, 102 και Τρίτο), δεκαεννιά περιφερειακοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, ακόμη και η «Ραδιοτηλεόραση» στα περίπτερα που είναι πνιγμένα από ραδιοτηλεοπτικά περιοδικά, συν το κανάλι της Βουλής.
Να σημειώσουμε ότι ΝΕΤ και ΕΤ3 έχουν δικά τους πλήρη επιτελεία παραγωγής ειδήσεων, όπως επίσης μικρότερα επιτελεία έχει η ΕΤ1 και το Κανάλι της Βουλής. Η ΕΡΤ συνολικά έχει 19 τηλεπαρουσιαστές. Έχει μικρά ή μεγάλα δημοσιογραφικά επιτελεία και στους 30 ραδιοφωνικούς σταθμούς, ασχετα αν οι περισσότεροι από αυτούς αναμεταδιδουν το 80% του προγράμματός τους . Και ας μην μετρήσουμε τους κηπουρούς, που κάποιοι λένε θα αρκούσαν για το Central Park της Νέας Υόρκης.
Αυτό σημαίνει ότι η ΕΡΤ, παρά τα καλά οικονομικά αποτελέσματα που μαγειρεύει, σπαταλά πολλούς πόρους. Λέω «μαγειρεύει» διότι με δεδομένη την υποχρέωση των πελατών να την πληρώνουν (παίζει δεν παίζει), θα ήταν περίεργο να μην έχει πλεόνασμα. Περίεργο; Η ΕΡΤ το κατάφερε κι αυτό. Το 2005 αύξησε κατά 30% το τέλος (πήρε ένα ευρώ επιπλέον από τα εκατομμύρια νοικοκυριά που είναι αναγκαστικά συνδρομητές της) και το 2008 όπως και το 2009 ήταν ζημιογόνος. Ήταν η μοιραία διετία για όλα τα δημόσια οικονομικά…
Το θέμα λοιπόν δεν είναι η ύπαρξη της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, αλλά η σπατάλη της.
Ο όρος «σπατάλη» είναι άλλη μια από εκείνες τις λέξεις που έχουν ταλαιπωρηθεί. Τι είναι σπατάλη; Πως την ορίζουμε με δεδομένο ότι και ο Οργανισμός Αποξήρανσης της Κωπαϊδας συνεχίζει να επιζεί και μάλιστα υπάρχουν ερωτήσεις βουλευτών που ζητούν αύξηση του προσωπικού του, διότι «χρειάζεται» για τον συντονισμό των εγγειοβελτιωτικών έργων της περιοχής;
Κατ’ αρχήν υπάρχει εκείνος ο ορισμός ρου Αμερικανού Ανώτατου δικαστή Potter Stewart ο οποίος είπε περίπου: Το γεγονός ότι δεν μπορώ να ορίσω την πορνογραφία δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να την ξεχωρίσω όταν την δω. Αν και δεν μπορούμε να ορίσουμε την σπατάλη μπορούμε να διακρίνουμε ότι η ύπαρξη 19 τηλεπαρουσιαστών στην πάλαι ποτέ ΕΡΤ ήταν σπατάλη. Πολύ δε περισσότερο αν σκεφτούμε ότι τηλεπαρουσιάση των προγραμμάτων (όπως έκανε παλιότερα π.χ. Η Κέλυ Σακκάκου) δεν υπάρχει πια.
Είναι όμως η μετάδοση μιας όπερας σπατάλη, παρά το γεγονός ότι θα την δουν ελάχιστοι; Ενός ντοκιμαντέρ για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης;
Με απλούς όρους αγοράς κάθε δημόσια υπηρεσία είναι σε πρώτο επίπεδο τρομαχτικά σπάταλη. Ένα παράδειγμα: αν οι αξονικές τομογραφίες είναι δωρεάν όλοι θα κάνουν για το παραμικρό μια. Αν είναι επί πληρωμή πολλοί θα το διπλοσκεφτούν και θα το τριπλοσκεφτούν. Μακροπρόθεσμα όμως συμφέρει μια κοινωνία να κάνουν τα μέλη της αξονικές τομογραφίες με το παραμικρό, έτσι ώστε μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες να διασωθεί κάποιος Στίβεν Χόκινγκ, παρά το γεγονός ότι οι Χόκινγκ είναι σπάνιοι. Μια κοινωνία με περίθαλψη για όλους μεγιστοποιεί τις δυνατότητες ευημερίας της, ειδικά στην μεταβιομηχανική κοινωνία που δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων ποιο μυαλό είναι εκείνο που θα κάνει την διαφορά. Η διαφορά, δε, από το ένα παιδί που θα σωθεί είναι τεράστια· η -ας το ονομάσουμε «δομική»- σπατάλη του Βρετανικού ΕΣΥ μάς επιτρέπει να έχουμε τον Χόκινγκ ανάμεσά μας.
Συνεπώς στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της ασφάλειας οι δομικές σπατάλες ενός δημόσιου συστήματος είναι μακροπρόθεσμα ευεργετικές. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις λειτουργικές σπατάλες κι εκεί υπάρχει η μεγάλη σύγχυση και γίνεται η μεγάλη σπέκουλα. Η γραφειοκρατία του δημοσίου προσπαθεί διαρκώς να αποκρύψει τις καταστροφικές λειτουργικές σπατάλες κάτω από τις ευεργετικές δομικές σπατάλες. Γι’ αυτό κάθε φορά που πάει να γίνει κάποια λειτουργική αλλαγή στους δημόσιους οργανισμούς αρχίζει η κινδυνολογία: καταστρέφουν την δημόσια υγεία! Ιδιωτικοποιούν την παιδεία! Κλείνουν την δημόσια ραδιοτηλεόραση!
Η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι παιδεία που οφείλει να προσφέρει το κράτος στους πολίτες του, άσχετα αν είναι «δομικά σπάταλη»· δηλαδή με όρους τηλεθέασης το «Μονόγραμμα» της ΕΡΤ μπορεί να θεωρηθεί σπατάλη. Όμως πρέπει να υπάρχει και πρέπει να συνδεθεί με την τυπική εκπαιδευτική διαδικασία (προβολές μέσα στην τάξη), αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Υπάρχει όμως και η άλλη σπατάλη, όπως την περιέγραψε ο Νίκος Δήμου στο τελευταίο άρθρο του:
«Όταν ερχόταν συνεργείο στο σπίτι μου για συνέντευξη από ιδιωτικό κανάλι ή ξένο δίκτυο, απαρτιζόταν από 2-3 άτομα: τον δημοσιογράφο και έναν ή δύο τεχνικούς (κάμερα-μαν / ηχολήπτη – το BBC, μόνο ένα άτομο για όλα!). Όταν το συνεργείο ήταν της ΕΡΤ, αριθμούσε από 6 μέχρι και 11 νοματαίους. Που καθυστερούσαν σκόπιμα για να γράψουν και υπερωρίες…» (Lifo 19.6.2013)
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι έχουμε μεγάλη λειτουργική σπαταλη του δημοσίου και ελάχιστη δομική. Το 2006 το ΙΣΤΑΜΕ παρουσίασε μια μελέτη με τίτλο «Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του ελληνικού συστήματος κοινωνικής αλληλεγγύης: πρόσφατες εξελίξεις». Σύμφωνα με αυτή την μελέτη οι κοινωνικές δαπάνες στην Ευρώπη των «15» ήταν το 2004 στο 27,6% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν στο 26%. Ομως: Στην Ε.Ε. τα κοινωνικά επιδόματα μείωναν το ποσοστό της φτώχειας κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες, στην Ελλάδα μόνο κατά τρεις.
Αυτή η μελέτη ποσοτικοποιεί απλώς το γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο σύστημα είναι προσανατολισμένο να χρηματοδοτεί την γραφειοκρατία του αντί εκείνους που το χρειάζονται. Το πιο εμφανές παράδειγμα αυτής της ετεροβαρούς σχέσης υπέρ της λειτουργικής σπατάλης σε βάρος της δομικής είναι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Ας το σεφτούμε λίγο: το επιχείρημα υπέρ της μονιμότητας είναι ότι κάποιος υπάλληλος μπορεί να πέσει θύμα εκδικητικής απόλυσης, είτε από τον προϊστάμενο, είτε από το κόμμα που είναι στα πράγματα. Είναι υπαρκτός αυτός ο κίνδυνος, τον αντιμετωπίζουμε όλοι όσοι δουλεύουμε στον ιδιωτικό τομέα. Εξίσου υπαρκτός είναι ο κίνδυνος (πραγματικότητα σήμερα) να μην αποδίδουν οι υπάλληλοι, ξέροντας ότι δεν μπορούν να απολυθούν, ακόμη κι αν κλέψουν. Βλέπουμε ότι το σύστημα, όπως έχει διαμορφωθεί, μεταξύ των δύο κινδύνων μηδενίζει εκείνον για τον δημόσιο υπάλληλο, μεγιστοποιώντας τον κίνδυνο για τον πελάτη των υπηρεσιών του δημοσίου. Φαντάζομαι να το έχετε ακούσει όλοι σε κάποια δημόσια υπηρεσία το «αν νομίζετε ότι δεν σας εξυπηρετώ κάντε μια καταγγελία». Όλοι ξέρουν ότι και να κάνεις, μια καταγγελία στο δημόσιο δεν πρόκειται να αλλάξει τα πράγματα.
Συνεπώς το πρόβλημα είναι ότι δια των κινδυνολογιών περί περιορισμού της αναγκαίας δομικής σπατάλης του δημοσίου βολεύτηκαν πολλοί που έκαναν την λειτουργική σπατάλη απίστευτα υψηλή. Έχουν δημιουργηθεί σκληρές συσσωματώσεις προνομίων στο δημόσιο υπέρ της γραφειοκρατίας του και σε βάρος των πολιτών. Όπως έλεγε και ο Στουρνάρας «δεν μπορούμε να μεταθέσουμε ένα τεχνικό από την Μουρούζη στην Αγία Παρασκευή».
Ομιλία στον «Ελληνικό Κύκλο» Βρυξελλών 25.6.2013