Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι ο αντιαμερικανισμός. Αυτός υπήρχε στην Αριστερά μετά τον εμφύλιο, εμπότισε το Κέντρο στη Χούντα και τη Δεξιά με το Κυπριακό. Αυτός ο αντιαμερικανισμός ήταν πολιτικός. Είχε θεωρητικές βάσεις, είχε μνήμες και κυρίως, είχε λογική συνοχή. Ήταν ένα νοητικό οικοδόμημα που εξηγούσε την πραγματικότητα με όρους «καπιταλιστικής επέκτασης» και «ιμπεριαλισμού». Ανεξαρτήτως αν αυτή η ανάγνωση ήταν ορθή ή λανθασμένη, ο προηγούμενος αντιαμερικανισμός ήταν συνεκτικός. Βασιζόταν στον ορθό λόγο.
Και ύστερα ήρθε το 1989. Η κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, συμπαρέσυρε ένα μεγάλο κομμάτι του θεωρητικού οικοδομήματος πάνω στο οποίο χτίστηκε ο αντιαμερικανισμός. Έμειναν κάποια χαλάσματα και πάνω-πάνω τα συμπεράσματα που είχαν μετουσιωθεί σε συνθήματα. Πολλοί πόνεσαν εκείνο τον καιρό και κάποιοι εσωτερίκευσαν την ήττα. Τους έγινε σύμπλεγμα και άρχισαν τον ανορθόδοξο πόλεμο. Εκεί πλέον αρχίζει ο νέος αντιαμερικανισμός, ο οποίος αδιαφορεί και για την πραγματικότητα και τον ορθό λόγο. Αποκτά πλέον εκφάνσεις αντιδυτικισμού -όχι πολιτικού, αλλά βαθύτατα φιλοσοφικού. Κάποιοι απέρριψαν τον Διαφωτισμό και προσπάθησαν να στήσουν ένα συνεκτικό οικοδόμημα με βάση τη «σοφία της καθ’ ημάς Ανατολής». Κάποιοι άλλοι, λιγότερο εγγράμματοι, απλώς απέρριψαν το Διαφωτισμό και άρχισαν να πλέουν με σανίδες ευκαιρίας. Λίγο μεταμοντερνισμός, λίγο κριτική θεωρία (γαλλικής κυρίως εμπνεύσεως) και πολύ θεωρία συνομωσίας.
Αυτός ο ιδεολογικός αχταρμάς -που δεν έχει πια και τη σπονδυλική στήλη του ορθολογισμού για να αποκτήσει συνοχή- μετουσιώνεται ακόμη περισσότερο στα μεσαία και λιγότερο εγγράμματα στρώματα της κοινωνίας (συνδικαλιστές, καθηγητές, δημοσιογράφοι) ως ο απόλυτος παραλογισμός. Με τη βοήθεια της τηλεόρασης (που είναι δομικά άλογο Μέσο) οι επιθυμίες γίνονται ειδήσεις, επί αυτών των ειδήσεων στηρίζονται οι αναλύσεις και ξαφνικά βρεθήκαμε σε μια χώρα που δεν ελπίζει, αλλά πιστεύει ακράδαντα ότι το Αφγανιστάν θα γίνει τάφος μιας τέταρτης αυτοκρατορίας, που δεν επιθυμεί απλώς να αντισταθούν οι Φενταγίν του Σαντάμ, αλλά «ξέρει» ότι ο Ιρακινός λαός θα πολεμήσει μέχρις εσχάτων.
Ζούμε πλέον σε μια χώρα όπου το παράλογο γίνεται νόρμα, όπου «ξέρουμε» ότι οι «αμερικανοί είναι φονιάδες των λαών», άρα φονιάδες και του …δικούς τους λαού (30% των ερωτηθέντων σε γκάλοπ δήλωσε ότι αμερικανικές υπηρεσίες κρυβόταν πίσω από την 11η Σεπτεμβρίου). Ζούμε σε μια χώρα που συζητάει σοβαρά το δικαίωμα του κ. Κουφοντίνα να παίρνει το αίμα των λαών πίσω σκοτώνοντας τους «φονιάδες τους», και αν «αληθές είναι το αντι-ιμπεριαλιστικόν» ή το αντίστροφο. Ζούμε σε μια χώρα που μέχρι τις 7 Απριλίου ήταν πεπεισμένη ότι οι Αμερικανοί κάνουν φοβερή προπαγάνδα, για να βγάλουν το «ίματζ του καλού κατακτητή» και στις 8 Απριλίου είναι εξίσου πεπεισμένη ότι «οι ίδιοι Αμερικανοί δεν ενδιαφέρονται για το παγκόσμιο Βατερλό δημόσιων σχέσεων και γι’ αυτό βάλθηκαν να σκοτώνουν δημοσιογράφους». Ζούμε σε μια χώρα που τον Μάρτιο του 1999 (θυμάστε το Κόσοβο;) πίστευε ακράδαντα ότι το ALTER είναι καλύτερο από το BBC και στις 15 Φεβρουαρίου του 2003 πίστευε το ίδιο απόλυτα ότι έχουμε τα χειρότερα ΜΜΕ του κόσμου. Ζούμε σε μια χώρα που ουδείς τολμά να αναρωτηθεί αν το δικαίωμα των 200 να διαμαρτυρηθούν υπερτερεί του δικαιώματος των 2.000.000 να πάνε στις δουλειές τους.
Ζούμε πλέον σε εικονική πραγματικότητα και αυτό δεν είναι πια αντιαμερικανισμός. Αντιαμερικανισμός είναι να επιθυμείς την συντριβή της υπερδύναμης. Ανορθολογισμός είναι να «γνωρίζεις» (εκ των προτέρων) ότι αυτό θα γίνει στις πύλες της Καμπούλ. Και να το γράφεις. Κι όταν διαψευσθείς, αντί να ζητήσεις συγνώμη, να το προσπερνάς και να «γνωρίζεις» και πάλι ότι αυτό θα γίνει στη Βαγδάτη. Και να το ξαναγράφεις…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 13.4.2003