Δυστυχώς και αυτή η αναθεώρηση στο πόδι γίνεται. Αλλάζουμε εκ νέου το Σύνταγμα με βάση τη συγκυρία και όχι με όραμα για το μέλλον.
Kάποτε ο Aμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον καταψήφισε ως γερουσιαστής ένα νομοσχέδιο παρά το γεγονός ότι υπό ιδανικές συνθήκες μπορούσε να έχει πολλά θετικά αποτελέσματα στη χώρα του. Αιτιολόγησε δε την αρνητική ψήφο του λέγοντας ότι «δεν πρέπει να εξετάζουμε τη νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί λάθος».
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, όχι μόνο δεν εξετάζουμε τις νομοθεσίες υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρουν αν εφαρμοστούν λάθος, δεν τις εξετάζουμε ούτε καν υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρουν αν εφαρμοστούν σωστά. Κι αυτό γιατί οι εθνοπατέρες μας νομοθετούν στο πόδι. Χωρίς προηγούμενη μελέτη και χωρίς σοβαρό ?χωρίς κορόνες δηλαδή? διάλογο. Και μπορεί ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος να είναι ο ιδεότυπος εκφραστής της πρόχειρης πολιτικής, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βασικός μέτοχος, το ασυμβίβαστο των βουλευτών και το μισθοδικείο υπερψηφίστηκαν από ευρύτατες πλειοψηφίες. Ολων των κομμάτων και όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ ή της Ν.Δ.
Θυμάται κανείς πώς οδηγηθήκαμε στην πρόχειρη αναθεώρηση του 2000 που θέσπισε το «ασυμβίβαστο της εργασίας των βουλευτών»;
Κάποιες ειδήσεις για βουλευτές που εργαζόταν παράλληλα ως δικηγόροι (στην τηλεόραση μάλιστα μεταδιδόταν ότι «υπερασπιζόταν και εμπόρους ναρκωτικών») προκάλεσαν τη δυσφορία των πολιτών. Πολιτικοί και από τα δύο μεγάλα κόμματα βρήκαν την ευκαιρία να καβαλήσουν το κύμα και καταλήξαμε με μια συνταγματική διάταξη που μόλις εφαρμόστηκε, ψάχναμε τρόπο να την αλλάξουμε.
Οπως ακριβώς γίνεται τώρα με την ίδρυση «Συνταγματικού Δικαστηρίου». Τρομαγμένοι από μια είδηση ?την εξωφρενική αύξηση που έδωσαν διά του μισθοδικείου στον εαυτό τους οι δικαστές? θα προχωρήσουμε στην αναθεώρηση ολόκληρης της προηγούμενης συνταγματικής τάξης, διότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν θα ασχολείται μόνο με τους μισθούς των δικαστών. Θα καταργήσει τον διάχυτο συνταγματικό έλεγχο των νόμων από τα δικαστήρια και θα κάνει ακόμη πιο ανεξέλεγκτη την ήδη υπερτροφική εκτελεστική εξουσία.
Το πρόβλημα της θέσπισης Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι ότι θα επιφέρει δεινά ακόμη κι αν ο νόμος εφαρμοστεί σωστά. Κατ’ αρχάς θα υπάρξουν πολλαπλές δυσλειτουργίες στη Δικαιοσύνη. Οπως ορθώς έγραψε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Σταύρος Τσακυράκης, «η περιπλοκή και καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης είναι προφανής, αφού με το Συνταγματικό Δικαστήριο εγκαθιδρύεται άλλο ένα στάδιο διαδικασίας. Αν κρίνει ο δικαστής ότι ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός, θα είναι υποχρεωμένος αντί να εκδώσει οριστική απόφαση να αναστείλει την εκδίκαση της υπόθεσης και να παραπέμψει το ζήτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Στη συνέχεια και με βάση την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα επιλαμβάνεται πάλι της υπόθεσης και θα εκδίδει απόφαση. Θα έχουμε δηλαδή άλλη μία τουλάχιστον κρίση πριν από την έκδοση απόφασης. Λέω τουλάχιστον μία, εφ’ όσον θεσμοθετεί ότι το κάθε δικαστήριο μπορεί να παραπέμπει απ’ ευθείας το ζήτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο…».
Δυστυχώς και αυτή η αναθεώρηση στο πόδι γίνεται. Αλλάζουμε εκ νέου το Σύνταγμα με βάση τη συγκυρία και όχι με όραμα για το μέλλον.
Για αυτό πιθανώς θα είναι προτιμότερο να μην προχωρήσει. Τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα. Διότι, στο κάτω κάτω της γραφής, αν χρειάζεται δύο χρόνια διάλογος για να αλλάξει ο νόμος πλαίσιο για τα πανεπιστήμια, πόσος καιρός χρειάζεται για να αλλάξει ο καταστατικός χάρτης της χώρας;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.11.2006