Τα προβλήματα είναι επείγοντα, αλλά οι πρόχειρες απαντήσεις είναι η χειρότερη λύση.
Υπάρχει ένα πρώτο και απλό ερώτημα: πόσο τοις εκατό πρέπει να πάρει η «Ελιά» για να συμβάλει το ΠΑΣΟΚ στη συνταγματική αναθεώρηση; Διότι, αν με λιγότερο του 10% δεν μπορεί να συμμετέχει στην κυβέρνηση που έχει ορίζοντα διετίας, πώς θα συμβάλλει στην αναθεώρηση του Συντάγματος η οποία, στην Ελλάδα, επιζεί κατά μέσο όρο δέκα χρόνια; Κάποιοι ίσως πουν ότι με την εμπειρία της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 και τη «συμβολή» του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου το 2007 να μην αλλάξει το άρθρο 16, το καλύτερο είναι να μη συμμετάσχει καθόλου. Αλλά πάλι χωρίς το ΠΑΣΟΚ η έτσι κι αλλιώς επί ξυρού ακμής πρόταση της Ν.Δ. δεν έχει ούτε τις σημερινές μηδαμινές πιθανότητες να καρποφορήσει.
Πριν λοιπόν ασχοληθούμε με την ουσία των προτάσεων της Ν.Δ. για τις συνταγματικές αλλαγές πρέπει να δούμε τη διαδικασία. Δύο εβδομάδες, λοιπόν, πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές -τις οποίες ανοήτως κομματικοποίησε και το κυβερνών κόμμα- η Ν.Δ. προτείνει κάποιες αλλαγές στο Σύνταγμα. Ποιος θα τις συζητήσει; Ουδείς. Είναι απλώς ένα προεκλογικό πυροτέχνημα.
Από την άλλη, ακόμη και αν συζητούνταν οι προτάσεις της Ν.Δ., ο χρόνος είναι εντελώς ακατάλληλος. Οι συνταγματικές αλλαγές θέλουν ευρύτερες συναινέσεις που δεν υπάρχουν στο σημερινό ρευστό πολιτικό σκηνικό, το οποίο ρευστοποιείται περαιτέρω από το κλίμα της τεχνητής όξυνσης που καλλιεργούν όλα σχεδόν τα κόμματα. Εδώ, οι δύο μεγαλύτεροι πολιτικοί σχηματισμοί της χώρας δεν έχουν στοιχειώδεις διαύλους επικοινωνίας για κρίσιμα εθνικά θέματα και ξεμαλλιάζονται για τη μειονότητα στη Θράκη, θα συζητήσουν για αλλαγή του άρθρου 16 για μη-κρατικά, μη-κερδοσκοπικά ΑΕΙ; Η μόνη χρησιμότητα αυτής της πρότασης είναι να δούμε πώς απαντά το σημερινό ΠΑΣΟΚ υπό τον κ. Βενιζέλο, με δεδομένο ότι το 2007 ο κ. Γιώργος Παπανδρέου ήταν υπέρ της αναθεώρησής του και ο κ. Βενιζέλος εναντίον, με τελικό αποτέλεσμα να κερδίσει η στασιμότητα που εκπροσωπεί ο νυν πρόεδρος του Κινήματος.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος μιας χώρας είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, ασχέτως αν στην Ελλάδα γίνεται κάθε δέκα χρόνια και για ψύλλου πήδημα. Χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία και όχι μόνο σε επίπεδο προτάσεων. Πρέπει να καλλιεργηθεί το πολιτικό κλίμα της συναίνεσης τουλάχιστον στις βασικές αρχές της αρχιτεκτονικής. Με: τον ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ Αργεντινής και Βενεζουέλας, το ΚΚΕ μεταξύ 1917-1989, χωρίς ενδιάμεσο και συγκροτημένο σοσιαλδημοκρατικό χώρο, τη λαϊκιστική δεξιά στα κάγκελα (και δεν εννοούμε μόνο την κ. Ραχήλ Μακρή, αλλά ολόκληρο το κόμμα της), και ευρωεκλογές σε τρεις βδομάδες, κάθε απόπειρα νηφάλιας συζήτησης είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη.
Το πιθανότερο είναι να έχουμε μια επανάληψη της ελλειμματικής αναθεώρησης του 2007. Τότε η Ν.Δ. ξεκίνησε για την «επανίδρυση του κράτους» και καταλήξαμε στην αναθεώρηση ενός και μόνου άρθρου που αφορούσε το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών. Εκείνη η τραγική εμπειρία πρέπει να διδάξει. Δεν μπορούμε και πάλι να καταλήξουμε σε μια ελάχιστη αναθεώρηση (στο μόνο που συμφωνούν όλοι είναι στην αλλαγή του άρθρου 86 για το ακαταδίωκτο των υπουργών) και να περιμένουμε άλλα οκτώ με δέκα χρόνια για εξίσου σοβαρά ή και σοβαρότερα ζητήματα. Τα προβλήματα είναι επείγοντα, αλλά οι πρόχειρες απαντήσεις είναι η χειρότερη λύση.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.5.2014