Ένα πολιτικό παραμύθι στις μεγάλες ευρωπαϊκές λεωφόρους…
Στο ερώτημα «τι είν’ η πατρίδα μας» θα έπρεπε να απαντήσουμε πως είναι κάτι σαν εκείνα τα άσχημα γκρίζα NISSAN που ξέμειναν στις εθνικές οδούς από την εποχή της μεγάλης ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος που επέτυχε το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980.
Καίει πολλά, το σασί τρίζει, έχει κρυφά και φανερά μπαλώματα, και μπροστά στο καθρεφτάκι του οδηγού κρέμεται μια (κινέζικης κατασκευής) εικόνα της Παναγιάς. Στο ταμπλό υπάρχει το ταϊβανέζικο αξεσουάρ με τις φωτογραφίες των παιδιών και την προτροπή «Μπαμπά μην τρέχεις», ενώ στο πίσω τζάμι κρέμεται κουρελιασμένη μια σημαία (μαλαισιανής προφανώς ραφής) από την εποχή των ένδοξων αγώνων στα γήπεδα του ποδοσφαίρου.
Το αμάξι αυτό έχει φορτωμένα πολλά χιλιόμετρα. Κάθε λίγο και λιγάκι παρουσιάζει βλάβες. Ο προηγούμενος οδηγός του τις ήξερε όλες. Προτίμησε όμως να μην χάσει χρόνο σε επισκευές. Το έβαλε στις μεγάλες autoban της Ευρώπης, γιατί θεώρησε πως εκεί τα συνεργεία είναι φθηνότερα και καλύτερα. Με επιδέξιους ελιγμούς, κόβοντας μερικές φορές δρόμο από περίεργα καλντερίμια, κατάφερε να το τρυπώσει στις μεγάλες ευρωπαϊκές λεωφόρους. Ήταν σωστή επιλογή γιατί αφενός οι χωματόδρομοι δεν οδηγούσαν πουθενά κι αφετέρου τα συνεργεία εκεί στην ερημιά κόστιζαν μια περιουσία. Λειτουργούσαν με το νόμο της αρπαχτής…
Μπήκαμε, λοιπόν, στις μεγάλες autoban, κι αρχίσαμε να επιταχύνουμε. Μόνο που εκεί είχε μεγάλη φασαρία. Από τη μια η μηχανή μούγκριζε κι από την άλλη οι συνεπιβάτες γκρίνιαζαν. Ο ένας γιατί έχει θόρυβο, ο άλλος γιατί δεν έχει air condition και οι περισσότεροι γιατί σε κάθε στροφή οι χοντροί στρίμωχναν τους πιο αδύναμους.
Λίγο όμως η ικανότητα οδήγησης του πρώην, λίγο το γεγονός ότι είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο δρόμο το Nissan μας τσούλαγε. Το στροφόμετρο τρεμόπαιζε στις 5.000 στροφές, εκεί λίγο πριν τα κόκκινα. Όλοι ξέραμε πως χρειάζεται αλλαγή μηχανής για να επιταχύνουμε και να μην μείνουμε στο δρόμο.
Αυτό το αμάξι εκλήθη να οδηγήσει πριν δύο σχεδόν χρόνια ένας νέος οδηγός. Aπειρος ων, έκανε το σταυρό του, φίλησε το κινέζικο εικόνισμα της Παναγιάς κι έβαλε μπρος. Κατέβασε ταχύτητα επειδή δεν μπορούσε να έχει συνεχώς κολλημένα τα μάτια του στο δρόμο. Είχε υποσχεθεί, βλέπετε, ότι θα προσέχει από το καθρεφτάκι του τους συνεπιβάτες και ειδικά τους γκρινιάρηδες.
Ξεκίνησε. Στην αρχή υπήρχαν χειροκροτήματα, ειδικά του εξ ευωνύμων συνοδηγού του, ο οποίος αφενός μισούσε τον προηγούμενο οδηγό κι αφετέρου κρατούσε τον χάρτη της κοινωνικής ευαισθησίας. Αυτός δήλωνε πως νοιαζόταν για όσους στριμωχνόταν στο πίσω κάθισμα, αλλά η αλήθεια ήταν πως ζαλιζόταν στις μεγάλες ταχύτητες. Μες τη ζάλη του διάβαζε τον χάρτη του ανάποδα, δηλώνοντας πως η διανομή προηγείται της συσσώρευσης και το αμάξι θα έτρεχε γρηγορότερα αν άλλαζαν θέση όσοι καθόταν πίσω.
Λίγο η απειρία του νέου οδηγού, λίγο η διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης του, λίγο ότι η αίσθηση πως η οδήγηση αυτού του Nissan είναι απλή (σε «πέντε ρουλεμάν και πέντε βίδες» διέγνωσε το πρόβλημα) το στροφόμετρο έπιασε τα κόκκινα. Η μηχανή άρχισε να καίει λάδια.
Ο νέος οδηγός γκρίνιαζε για την κατάσταση που παρέλαβε το αυτοκίνητο κι αποφάσισε να το περάσει από το ευρωπαϊκό ΚΤΕΟ. Περίμενε προφανώς να του διαγνώσουν αλλαγή λαδιών και φίλτρου αέρα, για να δικαιολογήσει τα μουγκρίσματα στις άτσαλες στροφές, αλλά αυτοί του έραψαν ένα κουστούμι εξαιρετικά ασφυκτικό. Ζήτησαν αλλαγή μηχανής, σασμάν, διαφορικών κ.λ.π. Αυτό σήμαινε πως άπαντες στο άσχημο γκρίζο Nissan έπρεπε να ξεβολευτούν, κάτι που το θεωρούν οδυνηρό. Βλέπετε, μπορεί να γκρίνιαζαν για τις στροφές και τον θόρυβο, αλλά είχαν κουρνιάσει μια χαρά σε κάποια γωνιά του αυτοκινήτου. Ο συνοδηγός από τα χειροκροτήματα το γύρισε σ’ εκείνη τη διαβρωτική μουρμούρα: «πάλι στο πίσω κάθισμα την πληρώνουν…»
Ο οδηγός έχασε την ευκαιρία να αλλάξει κάποια μέρη του αυτοκινήτου την εποχή που όλοι ήταν ευχαριστημένοι και ο συνοδηγός χειροκροτούσε. Έτσι, από την περίοδο που ο προηγούμενος προσέφερε κι από ένα κουλούρι στους επιβάτες του μπήκαμε στη εποχή του ρεφενέ για τα λάδια. Μόνο που με την μηχανή στα κόκκινα το αυτοκίνητο καίει όλο και περισσότερα λάδια το μερίδιο του ρεφενέ διαρκώς ανεβαίνει. Για του χρόνου προϋπολογίζεται αύξηση του ρεφενέ γύρω στο 10%.
Ο ρεφενές όμως όπως και η φτώχεια φέρνει γκρίνια και όχι μόνο προς τον οδηγό, αλλά και για τους δρόμους. Διάφοροι άδραξαν την ευκαιρία να μονολογήσουν πόσο καλά ήμασταν στους ελληνικούς λασπόδρομους, όπου μπορεί να πληρώναμε όλο και περισσότερα διόδια, αλλά ήταν σε τιμημένες (και διαρκώς υποτιμούμενες) δραχμές. Aλλοι άρχισαν να τα βάζουν με τους μετανάστες που πλένουν τα παρμπρίζ στα φανάρια και διάφορα μπαλώματα άρχισαν να μένουν στο οδόστρωμα προσθέτοντας ανασφάλεια στους επιβάτες.
Το πολύπλοκο σύστημα των ενδείξεων στο καντράν του αυτοκινήτου που λαδωνόταν από τη μηχανή τα έπαιξε. Το στροφόμετρο μοιάζει να τσακώνεται με το ταχύμετρο για τις ηθικές αξίες της οδήγησης. Το χειρότερο είναι πως διάφοροι άρχισαν να τείνουν ευήκοον ους σε εκείνους που τους καλούν να βγάλουν το πόδι έξω μπας και φρενάρουν τo αυτοκίνητο.
Σήμερα λοιπόν βρισκόμαστε σε μια μεγάλη autoban (που πρόσφατα απέκτησε τις δικές της λακκούβες) και ο οδηγός κάνει μια αριστερά, μια δεξιά. Τα οχτάρια όμως σε δρόμους μεγάλων ταχυτήτων ενέχουν πολλούς κινδύνους. Κατ’ αρχήν κυκλοφορούν πολλές νταλίκες που μεταφέρουν εμπορεύματα από την μια άκρη του κόσμου ως την άλλη. Κάποιες απ’ αυτές μας έχουν πάρει το ένα φτερό και είναι ζήτημα χρόνου πότε θα μας διαλύσουν και το σασί…
Δημοσιεύτηκε στο έντυπο «Lifo» στις 1.12.2005