Κυκλοφορούν κάποιες ανόητες εκφράσεις, υπό την έννοια ότι είναι οξύμωρες ή δεν βγάζουν νόημα. Δείχνουν βαθιές προκαταλήψεις, αλλά, επειδή επαναλαμβάνονται διαρκώς, περνούν απαρατήρητες. Πολλοί λένε, για παράδειγμα, «εγώ είμαι υπέρ της ελευθερίας του λόγου, αλλά όχι και να λέει ο καθένας ό,τι θέλει». Ας ξαναδιαβάσουμε την πρόταση για να κατανοήσουμε το οξύμωρό της…
Τούτες τις μέρες, και λόγω της συζήτησης του πολιτικού γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, οι α-νόητες εκφράσεις έχουν την τιμητική τους. Ακούμε, για παράδειγμα, διάφορους ταγούς της ενημέρωσης να λένε «εγώ δεν έχω τίποτε με τους ομοφυλόφιλους, αρκεί να μην προκαλούν». Πώς όμως μπορεί να «προκαλεί» ένας ομοφυλόφιλος με τρόπο που δεν «προκαλεί» ένας ετεροφυλόφιλος; Αν κάποιος βρίζει, κάνει άσεμνες χειρονομίες, βγάζει τη γλώσσα έξω κ.λπ. προκαλεί. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. Μια χαρά τα κάνουν όλα αυτά και οι ετεροφυλόφιλοι και ουδείς είπε ποτέ «εγώ δεν έχω τίποτε με τους ετεροφυλόφιλους, αρκεί να μην προκαλούν».
Συνεπώς, αλλού βρίσκεται το πρόβλημά τους. Οι ομοφυλόφιλοι «προκαλούν» είτε γιατί υπάρχουν, είτε γιατί δείχνουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους, είτε γιατί διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Είναι, δηλαδή, σαν τους μαύρους, που «αφήστε τα! σήκωσαν κεφάλι», κατά πως έλεγε και ο κινηματογραφικός ήρωας Λουμπάκης στην κωμωδία των Γιαλαμά – Πρετεντέρη «Κάτι κουρασμένα παλικάρια».
Μια άλλη α-νοησία που διά της πολλής χρήσης περνάει αμάχητη είναι ο λόγος περί «κανονικότητας». Το ακούσαμε από κοσμικούς, σαν εκείνον που είπε «όποιος είναι γκέι, δεν θέλει κανονικότητα», και από μητροπολίτες σαν τον Πειραιώς κ. Σεραφείμ, ο οποίος είπε ότι «η τεκνοθεσία είναι αναπόδραστη συνέπεια του να κανονικοποιηθεί η ομοφυλοφιλία ως γάμος. Στόχευση είναι να θεωρηθεί η παρέκκλιση ως κανονικότητα» (ΣΚΑΪ, 23.12.2023). Το ακούμε και από απλούς ανθρώπους που πιστεύουν «τη θεωρία της μεγάλης αντικατάστασης», μόνο που στη συγκεκομμένη περίπτωση η «αντικατάσταση» δεν θα είναι των λευκών από μελαψούς, αλλά των ετεροφυλόφιλων από ομοφυλόφιλους. Κάποιοι (στα αλήθεια;) πιστεύουν ότι η παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων κρύβει ένα φθονερό σχέδιο να γίνουμε όλοι ομοφυλόφιλοι.
Εχουν ένα δίκιο. Η «κανονικότητα» που ξέραμε έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ηταν μια κανονικότητα που ήθελε τους γκέι να κρύβουν τον προσανατολισμό τους ώστε «να μην προκαλούν», να κάνουν δυστυχισμένους γάμους με ετερόφυλους για να κρυφτούν, να μη μιλούν για τα δικαιώματά τους κ.ά. Παρά τις τερατολογίες που ακούμε –όπως τα του Πειραιώς κ. Σεραφείμ, περί «παράχρησης του ανθρώπινου σώματος που εμπεριέχει τρομακτικές ασθένειες, όπως καρκίνο και θάνατο»– το γεγονός αυτό καθαυτό ότι σήμερα μιλάμε ανοιχτά για τα δικαιώματα ανθρώπων που έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό υποδηλώνει τη ρήξη μιας αρρωστημένης «κανονικότητας», που έκανε δυστυχισμένους κάποιους συνανθρώπους μας, κομπλεξικά κάποια παιδιά και συχνάκις θύματα μπούλινγκ, βαλτωμένες έως και κακοποιητικές κάποιες ανθρώπινες σχέσεις.
Είναι ανθρώπινο να γεννώνται φόβοι από τη ρήξη οιασδήποτε κανονικότητας, ακόμη και των πλέον αρρωστημένων. Επ’ ουδενί, όμως, είναι δικαιολογημένος ο στιγματισμός ανθρώπων ως αρρώστων ή φρενοβλαβών, ιδίως από «κήρυκες της αγάπης» και της (τρομάρα μας!) «εν Χριστώ αδελφοσύνης» όπως είναι ο μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ ή ο μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος, ο οποίος δεν κανονάρχησε την ομοφυλοφιλία μόνον ως «αμαρτία», όπως είναι η δουλειά κάθε δεσπότη, αλλά τη χαρακτήρισε και «ψυχική διαταραχή». Το τελευταίο είναι δουλειά άλλων όπως ο ψυχίατρος υφυπουργός Υγείας, που δυστυχώς σιώπησε, και η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, που ευτυχώς ρητά και κατηγορηματικά τονίζει ότι «η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ψυχική νόσο» (25.1.2024).
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.1.2024