Αμέσως µετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών η κυβέρνηση εξήγγειλε τριήμερο εθνικό πένθος και καλά έκανε. Το περίεργο είναι ότι το πένθος στην πολιτική σκηνή κράτησε λίγο παραπάνω· ίσαμε δεκαπέντε μέρες. Τις δύο αυτές εβδομάδες δεν περίσσεψαν οι προτάσεις, αλλά τουλάχιστον έλλειψαν οι βιτριολικές αντιπαραθέσεις. Κάτι ήταν κι αυτό! Μια ανάσα στην αέναη μάχη για το έπαθλο «κράτος».
Το άλλο περίεργο είναι ότι αυτή την περίοδο του δεκαπενθήμερου πένθους σταμάτησε και η δημοσιοποίηση δημοσκοπήσεων. Εγινε μάλιστα και σχετικός διάλογος για το αν πρέπει οι εταιρείες να μετρούν την επαύριον τόσο τραγικών γεγονότων. Αυτό είναι περίεργο διότι αυτή την περίοδο ουδεμία άλλη δραστηριότητα σταμάτησε. Δεν έκλεισαν καν τα κλαμπ και άλλοι χώροι διασκέδασης, όπου συχνάζουν οι νέοι. Φαίνεται ότι οι πολιτικοί, διά του τρόπου που αντιπαρατίθενται, βγάζουν το κακό όνομα σε όμορους χώρους, όπως είναι οι δημοσκόποι.
Η ακήρυχτη αυτή εκεχειρία πλέον εξέπνευσε. Η πολιτική αντιπαράθεση επέστρεψε στην προηγούμενη κατάσταση· «φύγετε, δεν σας αντέχει άλλο η χώρα…», «μιλάτε εσείς που…» κ.λπ. Η επανένταξη(;) του κ. Παύλου Πολάκη στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ απλώς συμβολίζει αυτή την επιστροφή και ο ίδιος έπιασε την παλιά του τέχνη στα κοινωνικά δίκτυα. Το ερωτηματικό μπήκε διότι δεν καταλάβαμε αν τελικώς ο «αψύς Σφακιανός» είχε απενταχθεί για να επανενταχθεί.
Μαζί με τα πολιτικά τζαρτζαρίσματα επέστρεψαν και οι δημοσκοπήσεις, πολλές δημοσκοπήσεις λες και τα ΜΜΕ έπασχαν από στερητικό σύνδρομο. Μόνο που τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τις θεωρεί φτιαχτές στην υπηρεσία των «πετσωμένων ΜΜΕ». Η κυβέρνηση δέχθηκε σημαντικό πλήγμα από το δυστύχημα. Η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων μειώθηκε. Η αξιωματική αντιπολίτευση νιώθει πως ανατρέπεται η μακρόχρονη κυριαρχία του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και συνεπώς θεωρεί τις σφυγμομετρήσεις αξιόπιστες, ή έστω τα τρολ του δεν τις καταγγέλλουν ως αναξιόπιστες.
Η συζήτηση για ακόμη μία φορά επικεντρώθηκε στη διαφορά των δύο κομμάτων και στα σενάρια της επόμενης μέρας με βάση τα νούμερα των δημοσκοπήσεων. Υπάρχει όμως μια σφυγμομέτρηση που δεν σχολιάστηκε καθόλου, το δε κύριο εύρημά της δεν απασχόλησε ούτε αυτούς που την παρήγγειλαν. Αναφερόμαστε στο γκάλοπ της Prorata για λογαριασμό του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, η οποία μέτρησε την πολιτική στάση των νέων 17-34 ετών κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 2023.
Το κύριο στοιχείο της δεν είναι ότι οι νέοι προτιμούν τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Ν.Δ. Αυτό αποτυπώθηκε και στις προηγούμενες εκλογές. Περίπου το 8% της νέας γενιάς θα ψήφιζε το κόμμα του κ. Ηλία Κασιδιάρη έναντι του 2,5%-3,5% στον γενικό πληθυσμό. Αυτό προκύπτει από το ποσοστό των νέων που θα το εμπιστεύονταν πρώτο για την επίλυση προβλημάτων, θα καλούσαν τον μάτσο αρχηγό με τον δερματόστικτο αγκυλωτό σταυρό «για χαλαρό καφέ με τους φίλους του», και θα τον συμβουλεύονταν ή θα του ζητούσαν βοήθεια αν αντιμετώπιζαν κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα με τους νέους 17-24 ετών: 9,2% αυτών θα το είχαν ως πρώτη επιλογή για την επίλυση των προβλημάτων τους.
Αλλού τα κακαρίσματα λοιπόν κι αλλού γεννούν οι κότες και σκάνε μύτη οι νεοσσοί μας. Αυτό αποτελεί αποτυχία της τυπικής εκπαίδευσης (οι δάσκαλοι που παλεύουν κατά της αξιολόγησης δεν κατάφεραν να εξηγήσουν στη νέα γενιά τι εστί ναζισμός) αλλά και της πολιτικής παιδείας που κάποτε παρείχαν το κόμματα. Επειτα από τόσους όρκους «δεν θα περά…, δεν θα περάσει ο φασισμός…», τόσες πορείες κατά της «ακροδεξιάς κυβέρνησης Μητσοτάκη», μετά από τόσες εξεγέρσεις με αριστερό πρόσημο και χάιδεμά τους από τη «ριζοσπαστική (τρομάρα μας!) Αριστερά», το ανύπαρκτο κόμμα ενός καταδικασθέντος για συρροή εγκλημάτων κερδίζει τις προτιμήσεις των νέων σε τριπλάσιο ποσοστό από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Μπίνγκο…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 25.3.2023